Περίληψη
Κάθε μορφής ψυχική δυσφορία έχει ως λόγο ύπαρξης το να μας κινητοποιοεί να κάνουμε κάτι για να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας. Αυτό το «κάνε κάτι» ισοδυναμεί με «δεν έκανες (ακόμα) το καλύτερο που μπορούσες» το οποίο αν επαναλαμβάνεται συχνά ή διαρκεί πολύ, ισοδυναμεί με «γενικά δεν κάνεις το καλύτερο που μπορείς», άρα «δεν είσαι εντάξει όπως είσαι», δηλαδή «δεν έχεις τις αρετές που χρειάζονται για να αξιοποιείς τις δυνατότητές σου». Όμως αυτό είναι ψέματα. Ο λόγος που μένουν ανεκπλήρωτες κάποιες επιθυμίες μας στον βαθμό που ευθυνόμαστε είναι ότι πιστεύουμε πως δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε/ δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε και όχι ότι όντως αυτά ισχύουν στην πραγματικότητα.
Κυρίως άρθρο
Όταν μας συμβαίνει κάτι που δεν μας αρέσει, νοιώθουμε δυσάρεστα. Παρ’ όλο που τούτο φαίνεται αυτονόητο, αξίζει να αναρωτηθούμε: τι εξυπηρετούν τα δυσάρεστα συναισθήματα; Δηλαδή για παράδειγμα, κάποιος είναι μόνος του στη ζωή. Τι εξυπηρετεί το να νοιώθει κι από πάνω στενοχώρια, φόβο, μοναξιά;
Κάποιος άλλος έχει οικονομικά προβλήματα. Δεν του φτάνει η οικονομική ανέχεια; Σε τι βοηθάει να έχει επιπλέον άγχος, θλίψη, εκνευρισμό κ.λπ.; Τι θα πείραζε αν παρ’ όλα τα προβλήματά του κάποιος αισθανόταν όμορφα, ήρεμος, ψυχικά γαλήνιος, αν ένοιωθε αγάπη για τον εαυτό του και τους άλλους, να είχε όρεξη για ζωή;
Μία απάντηση είναι ότι απλά έτσι είμαστε φτιαγμένοι από τη φύση. Όταν μας συμβαίνει κάτι κακό, να νοιώθουμε άσχημα. Έτσι, χωρίς απώτερο σκοπό, ο ψυχικός πόνος για τον ψυχικό πόνο. Ή από σαδισμό της φύσης ή της όποιας ανώτερης δύναμης στην οποία πιστεύουμε. Όμως αν εξετάσουμε με προσοχή το πώς έχει φτιάξει η φύση τα πλάσματά της, θα δούμε ότι όλα έχουν το λόγο τους, δεν είναι εκεί τυχαία. Λ.χ. δεν είναι τυχαίο ότι πεινάμε όταν δεν έχουμε φάει ή ότι πονάμε όταν υπάρχει βλάβη σε κάποιο όργανό μας· είναι ένας μηχανισμός προστασίας της ζωής. Το φαγητό είναι απαραίτητο για τη ζωή και η πείνα είναι το κίνητρο για να φάμε. Η ομαλή λειτουργία των οργάνων μας επίσης είναι απαραίτητη για τη ζωή και ο σωματικός πόνος όταν βλάπτονται, είναι ένα κίνητρο για να κάνουμε κάτι και να αποκαταστήσουμε τη βλάβη.
Έτσι, αν εύλογα αρνηθούμε ότι η Φύση ή ο Θεός από παραλογισμό ή σαδισμό έφτιαξε τον άνθρωπο να υποφέρει ψυχικά χωρίς αυτό να εξυπηρετεί τη ζωή του, θα πρέπει να βρούμε μία χρησιμότητα στον ψυχικό πόνο απέναντι στα γεγονότα.
Ο πιο πιθανός λόγος λοιπόν φαίνεται να είναι ότι αν κάποιος δεν νοιώθει δυσάρεστα συναισθήματα παρ’ όλο που του συμβαίνουν αρνητικά γεγονότα όπως τα παραπάνω που αναφέραμε για παράδειγμα, τότε δεν θα έχει κίνητρο να αλλάξει την ανεπιθύμητη κατάσταση, όπως να βρει συντροφιά αν είναι μόνος, να βρει χρήματα αν δεν έχει κ.λπ., με αποτέλεσμα η ζωή του να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Άρα μπορούμε να πούμε ότι ο λόγος που αισθανόμαστε στην ψυχή φόβο, θλίψη, άγχος, θυμό κ.λπ., είναι να κινητοποιούμαστε να αλλάζουμε τις καταστάσεις προς το καλύτερο.
Ένα μοντέλο λοιπόν για να εξηγήσουμε τον μηχανισμό με τον οποίο παράγονται τα δυσάρεστα συναισθήματα είναι το εξής: Όταν συμβαίνει ένα αρνητικό γεγονός αναπτύσσεται μέσα μας η εντολή «αντιμετώπισέ το, κάνει κάτι γι αυτό». Αν η αντιμετώπιση είναι εύκολη και η εντολή ικανοποιηθεί άμεσα, τότε δεν νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα ή τα νοιώθουμε σε πολύ μικρό βαθμό. Π.χ. αρνητικό γεγονός: πεινάω, πάω στη κουζίνα και τρώω, η πείνα υποχωρεί. Ή κάποιος μου μιλάει άσχημα, θυμώνω, αμέσως του λέω ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος και με ενόχλησε, εκείνος αμέσως καταλαβαίνει το λάθος του και μου ζητάει συγγνώμη, ο θυμός υποχωρεί γρήγορα.
Αν όμως για οποιοδήποτε λόγο δεν δώσουμε άμεσα λύση στο πρόβλημά μας, τότε ενεργοποιείται ένα μέρος μέσα μας, κατ’ αρχήν υποσυνείδητα, που αμφισβητεί το αν έχουμε κάνει το καλύτερο που μπορούμε. Μας λέει, «δεν έκανες το καλύτερο που μπορούσες», π.χ. «για να ικανοποιήσεις την πείνα σου, για να πάρεις σεβασμό κ.οκ.». Αυτό σημαίνει επίσης «δεν έχεις τις απαραίτητες αρετές, (τις αρετές που χρειάζονται για να αξιοποιήσεις τις δυνατότητές σου όπως θάρρος, εργατικότητα, επιμονή, δύναμη θέλησης, καλωσύνη κ.λπ.) ώστε να πετυχαίνεις αυτά που θέλεις»· και αν το τραβήξουμε κι άλλο, σημαίνει κατ’ επέκταση «αφού δεν έχεις αυτές τις αρετές, άρα δεν αξίζεις ως άνθρωπος να σε αγαπούν, να σε σέβονται, να σε αποδέχονται, γενικά δεν αξίζεις αλλά ούτε και μπορείς να έχεις κάτι καλό».
Έτσι προκύπτει η εντολή, «κάνε κάτι» ή «γίνε πιο ικανός (στο να αξιοποιείς τις δυνατότητές σου) ώστε να κάνεις κάτι και να αντιμετωπίσεις το γεγονός». Τούτη η εντολή με τη σειρά της όσο παραμένει ανεκτέλεστη, ισοδυναμεί με συναισθήματα όπως φόβος, άγχος, θλίψη, ενοχή, θυμός κ.λπ.. Τα συναισθήματα αυτά επειδή είναι δυσάρεστα, θέλουμε να τα αποφύγουμε και γίνονται το συνειδητό μας κίνητρο για να εντείνουμε τις προσπάθειές μας ώστε να αντιμετωπίσουμε το αρνητικό γεγονός.
Δηλαδή ένα μέρος μέσα μας (που δεν θέλουμε να το ακούσουμε και συνήθως κάνουμε σαν να μην υπάρχει, ωστόσο αυτό κάνει τη δουλειά του από το υποσυνείδητο) λέει π.χ.: «αφού ο σύντροφός σου συχνά σου φέρεται χωρίς σεβασμό (δεν υπολογίζει τις επιθυμίες σου, σε απατά, σου μιλάει άσχημα, σε προσβάλλει κ.λπ.), άρα εσύ κάτι δεν κάνεις καλά και δεν αξιοποιείς τις δυνατότητές σου· εσύ δεν αξίζεις να πάρεις σεβασμό ή εσύ δεν μπορείς, δεν κάνεις ό,τι χρειάζεται για να πάρεις το σεβασμό που αξίζεις ή δεν έχεις την ικανότητα να βρεις έναν σύντροφο που να δείχνει σεβασμό ή εσύ δεν αξίζεις την αγάπη του Θεού ή την εύνοια της Τύχης ή όποιας ανώτερης δύναμης και σου έφερε στη ζωή σου έναν τέτοιο σύντροφο· διαφορετικά πώς έχεις φτάσει στο σημείο να ζεις μ’ ένα σύντροφο που δεν σε σέβεται;
Αν είχες την αξία, τη δύναμη, τις ικανότητες και κυρίως τις αρετές που χρειάζονται για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων σου (θάρρος, δύναμη θέλησης, επιμονή, σωφροσύνη, προνοητικότητα, εγκράτεια κ.λπ.) που έχουν οι άνθρωποι που παίρνουν αγάπη και σεβασμό από τους συντρόφους τους, τότε είτε θα τον είχες κάνει να σε σέβεται είτε θα τον είχες χωρίσει και θα είχες κάποιον άλλον που να σε σέβεται είτε δεν θα είχες σχετιστεί μαζί του απ’ την αρχή και θα είχες σχετιστεί με κάποιον που να σε σέβεται».
Το ίδιο ισχύει με όλα τα αρνητικά γεγονότα. Άλλο παράδειγμα: «αφού έχεις οικονομικά προβλήματα, άρα εσύ δεν αξίζεις να έχεις χρήματα ή εσύ δεν έχεις τις ικανότητες για να βγάλεις χρήματα ή εσύ δεν αξίζεις αρκετά την αγάπη των ανθρώπων και δεν έχεις γύρω σου κάποιους ικανούς να σε βοηθήσουν να βελτιώσεις την οικονομική σου κατάσταση ή εσύ δεν αξίζεις την αγάπη του Θεού ή την εύνοια της Τύχης και σου έφερε τόσες δυσκολίες ώστε να βρεθείς χωρίς χρήματα. Διαφορετικά πώς έχεις φτάσει στο σημείο να μην έχεις χρήματα;
Αν είχες τις ικανότητες και την αξία, αν είχες τις αρετές που χρειάζονται για τη σωστή αξιοποιήση των δυνατοτήτων σου (όπως θάρρος, εργατικότητα, δύναμη θέλησης, επιμονή, υπομονή, καλωσύνη κ.λπ.) που έχουν οι άνθρωποι με χρήματα, τότε θα είχες χρήματα, διότι τότε, είτε θα έκανες κινήσεις που να σε βγάλουν από τη δύσκολη οικονομική θέση είτε θα είχες ανθρώπους γύρω σου που θα σ’ αγαπούσαν και που θα ήταν ικανοί να σε βοηθήσουν να βελτιώσεις την οικονομική σου κατάσταση είτε δεν θα είχες κάνει τα λάθη και τις παραλείψεις που σε οδήγησαν να μην έχεις χρήματα ή θα είχες την αγάπη του Θεού ή την εύνοια της Τύχης ώστε να μην σου συμβούν οι αναποδιές που σε έφεραν σ’ αυτή την οικονομική δυσχέρεια.
Ας σημειώσουμε ότι συνειδητά ένας άνθρωπος μπορεί να πει «δεν έχω καμία ευθύνη για το ότι ο σύντροφός μου, μου φέρεται χωρίς σεβασμό, αυτός φταίει» ή «δεν φταίω που έχω ξεμείνει από χρήματα, φταίει η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας ή οι γονείς μου που δεν με στηρίξανε ή η αδικία της κοινωνίας ή η ατυχία» και «ξέρω πολύ καλά ότι αξίζω να μ’ αγαπούν και να με σέβονται».
Όμως ό,τι και να λέει κάποιος όταν του συμβαίνουν αρνητικά γεγονότα, αν νοιώθει άσχημα, σημαίνει ότι βαθιά μέσα του πιστεύει ότι έχει κάποια ευθύνη (ακόμα κι όταν ρίχνει το φταίξιμο στην ατυχία ή την αδικία της κοινωνίας, αν αισθάνεται δυσάρεστα, σημαίνει ότι έχει μέσα του την πεποίθηση ότι δεν αξίζει να του φέρονται δίκαια ή δεν αξίζει την εύνοια της Τύχης ή όποιας άλλης ανώτερης δύναμης ή της αγάπης του Θεού).
Ο άνθρωπος που πράγματι είναι βαθιά πεπεισμένος μέσα του πως με κανέναν απολύτως τρόπο άμεσο ή έμμεσο δεν ευθύνεται για ένα αρνητικό γεγονός που του συμβαίνει, είναι ψυχικά γαλήνιος. Ο λόγος είναι ακριβώς ότι νοιώθει μέσα του εντάξει όπως είναι και άρα δεν εκκρεμεί να κάνει τίποτα [κι όπως είπαμε πιο πάνω ψυχική δυσφορία = κίνητρο για δράση (όχι πόνος για τον πόνο), και πιο συγκεκριμένα ψυχική δυσφορία = ανεκτέλεστη εντολή για δράση].
Ώστε σε κάθε περίπτωση που δεν αισθανόμαστε καλά, σημαίνει ότι έχει ενεργοποιηθεί ένα μέρος μέσα μας που μας αμφισβητεί για την αξία και τη δύναμή μας έτσι ώστε τα δυσάρεστα συναισθήματα που παράγονται να γίνουν κίνητρο για ανάληψη δράσης απέναντι σε μία κατάσταση που υποτίθεται ότι απαιτεί διόρθωση.
Όμως το μέρος αυτό που αμφισβητεί την αξία και τη δύναμή μας κάθε φορά που βρισκόμαστε απέναντι σε ένα αρνητικό γεγονός, λέει ψέματα, παρ’ όλο που το επιχείρημά του είναι πολύ ισχυρό.
Λέει ψέματα, γιατί όποτε μας συμβαίνει κάτι αρνητικό, ο πραγματικός λόγος, στον βαθμό ευθυνόμαστε, δεν είναι ότι δεν αξίζουμε ή ότι δεν έχουμε αρκετές δυνατότητες και κυρίως δεν είναι ότι δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε· ο λόγος για οποιοδήποτε φτωχό αποτέλεσμα στη ζωή μας είναι ότι πιστεύουμε αρνητικά πράγματα για τον εαυτό μας όπως ότι είμαστε ανάξιοι ή ότι μας λείπουν οι δυνατότητες και κυρίως οι αρετές που χρειάζονται για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων μας. (Αν σας ενδιαφέρει να δείτε πώς οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό οδηγούν σε αρνητικά αποτελέσματα στη ζωή, διαβάστε το άρθρο «Τρόποι με τους οποίους η αρνητική αυτοεικόνα ελαττώνει την φαινομενική αξία και ικανότητά μας»).
Έχοντας δει ότι τα αρνητικά συναισθήματα δεν είναι αυτονόητες αντιδράσεις απέναντι σε αρνητικά γεγονότα, αλλά κίνητρα για δράση, τίθεται το ερώτημα: χρειαζόμαστε ακόμα τα ψέματα του εσωτερικού κριτή μέσα μας (και άρα τα αρνητικά συναισθήματα) για να προχωρούμε στη ζωή μας; Ή μήπως υπάρχει κι άλλος τρόπος που να βασίζεται όλο και περισσότερο στην ψυχική γαλήνη και όλο και λιγότερο στον θυμό, τον φόβο, το άγχος, τις ενοχές, τη θλίψη κ.λπ.;
Είναι ανάγκη δηλαδή να θυμώνουμε τόσο πολύ και παρατεταμένα για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας; Είναι ανάγκη να νοιώθουμε ενοχές για να γίνουμε καλύτεροι στη συμπεριφορά μας; Είναι ανάγκη να νοιώθουμε τόσο έντονα, συχνά και παρατεταμένα φόβο ή άγχος για να προφυλαχθούμε από μελλοντικούς κινδύνους;
Είναι ανάγκη να αισθανόμαστε τόσο επώδυνα και παρατεταμένα την θλίψη απέναντι σε μία απώλεια, για να αναγνωρίσουμε τη σημασία της και για να αποφύγουμε στο μέλλον να υποστούμε μία παρόμοια απώλεια; Αν σας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, κάντε κλικ στο άρθρο «Γιατί δεν μας χρειάζονται πια τα δυσάρεστα συναισθήματα ως κίνητρα για δράση».