Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η εμφάνιση επαναλαμβανόμενων κρίσεων (ή προσβολών) πανικού.
Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται μερικές φορές η έκφραση «έπαθα πανικό» αν κάποιος νοιώθει έντονο φόβο, ανησυχία ή άγχος, όμως ψυχιατρικά αν δεν συντρέχουν οι παράγοντες που θα δούμε παρακάτω, αυτό από μόνο του δεν θεωρείται κρίση πανικού.
Επίσης οι κρίσεις πανικού κρατούν το πολύ 30΄ με 40΄ γι αυτό και όταν κάποιος λέει «χθες όλη μέρα ένοιωθα πανικό ή ήμουν σε πανικό», σίγουρα δεν εννοεί κρίση πανικού με την ψυχιατρική έννοια. Κρίση πανικού θεωρείται ότι έχουμε όταν αισθανόμαστε πολύ έντονο φόβο, άγχος ή δυσφορία που ξεκινάει αιφνίδια και συνοδεύεται από τουλάχιστον τέσσερα από τα παρακάτω συμπτώματα τα οποία αναπτύσσονται απότομα και κορυφώνονται το πολύ μέσα σε 10 λεπτά.
1. Αίσθημα παλμών στο στήθος και ταχυκαρδία σε βαθμό που δίνει την εντύπωση ότι η καρδιά θα σπάσει ή θα πάψει να λειτουργεί.
2. Αίσθημα δύσπνοιας, ή πλακώματος στο στήθος που δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην αναπνοή και στην πρόσληψη οξυγόνου.
3. Αίσθημα ότι το άτομο πνίγεται.
4. Αισθήματα ότι αυτά που ζει το άτομο δεν είναι πραγματικά ή ότι απομακρύνεται από τον εαυτό του ή ότι χάνει τον εαυτό του ή ότι «χάνει το μυαλό του». Αυτά τα συμπτώματα ονομάζονται αντίστοιχα στην ψυχιατρική αποπροσωποποίηση και αποπραγματοποίηση.
5. Φόβος ότι θα πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. (Συνοδεύει σχεδόν πάντα ένα από τα τρία πρώτα συμπτώματα).
6. Φόβος ότι χάνει τον έλεγχο ή ότι τρελαίνεται (Συνοδεύει σχεδόν πάντα το τέταρτο σύμπτωμα).
7. Αίσθημα ζάλης, αστάθειας ή λιποθυμίας (προκαλεί τον τρίτο συνοδευτικό φόβο στις κρίσεις πανικού μετά αυτόν του θανάτου και της τρέλας/ απώλειας ελέγχου, αυτόν της λιποθυμίας).
8. Εφίδρωση.
9. Τρεμούλα.
10. Πόνος ή δυσφορία στο στήθος.
11. Ναυτία.
12. Μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα.
13. Ρίγη ή αίσθημα ότι ανεβαίνει απότομα η θερμοκρασία του σώματος.
Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι οι κρίσεις πανικού χαρακτηρίζονται κυρίως από τέσσερα βασικά σωματικά συμπτώματα με τα συνοδευτικά τους που χοντρικά είναι
α) ταχυκαρδία ή αίσθημα παλμών (που μπορεί να συνοδεύονται κι από πόνο στο στήθος),
β) αίσθημα ότι δεν φτάνει ο αέρας (που μπορεί να συνοδεύεται κι από αίσθημα πνιγμονής),
γ) αίσθημα ότι το άτομο χάνει τον εαυτό του
δ) αίσθημα επικείμενης λιποθυμίας
και
τρεις βασικούς φόβους που συνοδεύουν αυτά τα βασικά σωματικά συμπτώματα, δηλαδή
α) του θανάτου,
β) της τρέλας/ απώλειας ελέγχου
γ) της λιποθυμίας
Υπάρχουν κρίσεις πανικού που εμφανίζονται απέναντι σε συγκεκριμένα ερεθίσματα ή καταστάσεις και επομένως είναι προβλέψιμες και άλλες που έρχονται εντελώς απροσδόκητα (σαν κεραυνός εν αιθρία). Οι δεύτερες είναι απαραίτητες για να μπει η διάγνωση της διαταραχής πανικού και συχνά είναι πιο τρομακτικές γιατί το άτομο, ειδικά όταν δεν έχει επαρκή εμπειρία και πληροφόρηση τις εκλαμβάνει ως απόδειξη πιθανά θανατηφόρου σωματικής νόσου ή/και πολύ σοβαρής ψυχικής διαταραχής.
Για να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής πανικού, εκτός από επαναλαμβανόμενες (τουλάχιστον δύο) απροσδόκητες κρίσεις πανικού χρειάζεται μία τουλάχιστον από τις κρίσεις να ακολουθηθεί για ένα μήνα από ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:
α) Επίμονη ανησυχία του ατόμου μήπως έχει κι άλλες προσβολές.
β) Στενοχώρια και ανησυχία μήπως η προσβολή ή οι προσβολές που έπαθε είναι δείγμα ότι σύντομα θα τρελαθεί ή θα χάσει τον έλεγχο ή θα πεθάνει.
γ) Σημαντική αλλαγή στην συμπεριφορά του που συνδέεται με τον φόβο νέας προσβολής (συμπεριφορές αποφυγής δραστηριοτήτων, χώρων ή καταστάσεων).
Τα άτομα που έχουν υποστεί έστω και μία κρίση πανικού συχνά φοβούνται ότι αν πάθουν ξανά μία παρόμοια, κατ’ αρχήν θα υποφέρουν πάρα πολύ απ’ αυτή καθ’ αυτή την κρίση. Επίσης φοβούνται ότι εξ’ αιτίας της κρίσης πανικού θα πεθάνουν, θα τρελαθούν, θα λιποθυμήσουν και ότι «θα γίνουν ρεζίλι» γιατί θα χάσουν τον έλεγχο και θ’ αρχίσουν να τρέχουν και να φωνάζουν χωρίς κανένα προφανή λόγο ή διότι θα λιποθυμήσουν μπροστά σε άλλους.
Η πιο συχνή αλλαγή συμπεριφοράς που συνδέεται με τις προσβολές πανικού είναι αυτή που χαρακτηρίζει την αγοραφοβία. Αγοραφοβία είναι ο φόβος ή το άγχος του ατόμου να βρεθεί σε καταστάσεις όπου αν πάθει κρίση πανικού ή συμπτώματα που μοιάζουν με κρίση πανικού, θα είναι δύσκολο να διαφύγει ή να λάβει βοήθεια. Το άτομο που υποφέρει από αγοραφοβία χαρακτηριστικά αποφεύγει να απομακρυνθεί από το σπίτι του χωρίς συνοδεία, να βρίσκεται ανάμεσα σε πλήθος (όπως στην αγορά, εξ’ ου και ο όρος «αγοραφοβία»), να βρίσκεται σε πολύ μεγάλους, ανοικτούς χώρους, να βρίσκεται πάνω σε γέφυρα και το να ταξιδεύει με λεωφορείο, τραίνο ή αυτοκίνητο.
Οι κρίσεις πανικού μπορεί να είναι μέρος άλλων ψυχικών διαταραχών ή ασθένειας της γενικής ιατρικής ή λήψης και διακοπής ουσιών που θα αναφέρουμε αμέσως παρακάτω. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπαίνει η διάγνωση της διαταραχής πανικού, αλλά η διάγνωση της άλλης ψυχικής διαταραχής ή της ασθένειας της γενικής ιατρικής ή της χρήσης/στέρησης ουσιών.
Ψυχικές διαταραχές που μπορεί να περιλαμβάνουν κρίσεις πανικού είναι η κοινωνική φοβία (φόβος του ατόμου να εκτίθεται σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις), οι ειδικές φοβίες (π.χ. φόβος ζώων, κλειστών χώρων, νερού κ.λπ..), η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (φόβος έκθεσης σε ερεθίσματα που σχετίζονται με ιδεοψυχαναγκασμούς) κ.ά.
Αιτίες της γενικής ιατρικής που μπορεί να περιλαμβάνουν κρίσεις πανικού είναι ο υπερθυρεοειδισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα. Αιτίες σχετικές με ουσίες είναι η λήψη ναρκωτικών ουσιών όπως η μαριχουάνα, το LSD, το MDMA («έκσταση»), η λήψη φαρμακευτικών ουσιών όπως τα αντικαταθλιπτικά Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και η απότομη διακοπή κατάχρησης του αλκοόλ ή η απότομη διακοπή ακόμα και θεραπευτικών δόσεων αγχολυτικών όπως οι βενζοδιαζεπίνες.
Όταν οι κρίσεις πανικού πληρούν τα κριτήρια που είδαμε πιο πάνω και δεν συνοδεύονται από αγοραφοβία, συνιστούν την διαταραχή πανικού χωρίς αγοραφοβία, ενώ όταν συνοδεύονται από αγοραφοβία, συνιστούν την διαταραχή πανικού με αγοραφοβία.
Υπολογίζεται ότι διαταραχή πανικού έχει πιθανότητες να εμφανίσει το 1,5% με 3 % του πληθυσμού στη διάρκεια της ζωής του. Η πιθανότητα να εμφανίσει κάποιος απλά μία κρίση πανικού είναι πιο μεγάλη και φτάνει το 4%. Το 30% – 50% των ατόμων με διαταραχή πανικού έχουν επίσης και αγοραφοβία.
Σ’ αυτήν την παράγραφο θα ασχοληθούμε με τις κρίσεις πανικού που δεν οφείλονται σε γενικές ιατρικές καταστάσεις ή με ουσίες.
Μία κρίση πανικού ξεκινάει πάντα με έντονο και απότομο φόβο. Αυτός ο αρχικός φόβος έχει κάποιες αιτίες που θα δούμε παρακάτω. Για την ώρα ας δούμε πώς από έναν αρχικό έντονο και απότομο φόβο, καταλήγουμε σε κρίση πανικού.
Ο αρχικός φόβος προκαλεί κάποια σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία ή αίσθημα παλμών και ταχύπνοια. Πρόκειται για μία απολύτως φυσιολογική σωματική αντίδραση που συνοδεύει τον φόβο, γιατί ο φόβος ως γνωστόν είναι ένα συναίσθημα που προάγει το σώμα να τραπεί σε φυγή ώστε να απομακρυνθεί από έναν αντιλαμβανόμενο κίνδυνο.
Δεν έχει σημασία αν ο κίνδυνος είναι πραγματικός ή φανταστικός, αν π.χ. μπροστά μας είναι ένα κουλουριασμένο δηλητηριώδες φίδι ή ένα αβλαβές φίδι ή ένα κουλουριασμένο σχοινί· από τη στιγμή που το μυαλό μας αντιλαμβάνεται έναν κίνδυνο, ακόμα κι αν είναι φανταστικός όπως στις κρίσεις πανικού, το σώμα αντιδρά ανάλογα και ετοιμάζεται να τρέξει για να απομακρυνθεί απ’ αυτόν.
Η φυγή για να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά, απαιτείται οι μυς του σώματος να πάρουν επιπλέον οξυγόνο μέσω της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος. Επομένως χρειάζεται επιτάχυνση του αναπνευστικού και του κυκλοφορικού συστήματος.
Όμως το άτομο που αισθάνεται ξαφνικά την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και δυνατά χωρίς να υπάρχει κάποιος πραγματικός, αντιμετωπίσιμος δια της φυγής κίνδυνος, εκλαμβάνει αυτό το σύμπτωμα ως σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά με το σώμα του, όπως ότι παθαίνει ένα καρδιακό επεισόδιο. Αυτή η σκέψη κάνει το άτομο να φοβηθεί ακόμα πιο πολύ, με αποτέλεσμα η καρδιά του να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα και πιο δυνατά και να αναπνέει ακόμα πιο γρήγορα.
Καθώς αναπνέει ολοένα και πιο γρήγορα, παίρνει αντίστοιχα ολοένα και πιο πολύ οξυγόνο και παθαίνει υπερ-οξυγόνωση του αίματος. Αυτό έχει τις εξής συνέπειες: η μία είναι ότι αντιδραστικά, ο οργανισμός μέσω του κέντρου ελέγχου της αναπνοής, για να ρίξει τα επίπεδα του οξυγόνου στο αίμα, εμποδίζει τις αναπνευστικές κινήσεις οπότε το άτομο αποκτά τώρα και το αίσθημα της κοπιώδους αναπνοής, δηλαδή νοιώθει σαν να έχει δύσπνοια.
Η υπερ-οξυγόνωση του αίματος όπως και κάθε απόκλιση από το φυσιολογικό, προκαλεί υποκειμενική δυσφορία στον άνθρωπο. Αυτή η δυσφορία όμως, λόγω της δυσκολίας στην αναπνοή που αναφέραμε πιο πάνω, εκλαμβάνεται από το άτομο ως οφειλόμενη σε έλλειψη και όχι σε περίσσεια οξυγόνου όπως πραγματικά συμβαίνει.
Έτσι, καθώς το άτομο αναπνέει όλο και πιο γρήγορα και πιο βαθειά για να πάρει κι άλλο οξυγόνο και όσο η δυσφορία του όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά επιδεινώνεται, νομίζει ότι δεν του φτάνει το οξυγόνο και μπορεί να αναπτύξει και το αίσθημα ότι πνίγεται (ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι έχει παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται).
Πιστεύοντας λοιπόν ότι έχει σοβαρό καρδιακό και αναπνευστικό πρόβλημα, φοβάται και στον αρχικό του φόβο προστίθεται και έντονος φόβος θανάτου και ο φαύλος κύκλος αρχικός φόβος → σωματικά συμπτώματα → φόβος θανάτου → επιδείνωση σωματικών συμπτωμάτων → ακόμα πιο έντονος φόβος θανάτου κ.ο.κ., περιστρέφεται όλο και πιο γρήγορα φτάνοντας σύντομα στην κορυφή που ονομάζουμε κρίση πανικού.
Στην ενίσχυση αυτού του φαύλου κύκλου συνεισφέρει σε εξ’ ίσου σημαντικό βαθμό με τα σωματικά συμπτώματα και το αίσθημα ότι κάποιος χάνει τον εαυτό του ή τον έλεγχο ή το μυαλό του ή ότι χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα (αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση), γιατί αυτή η εμπειρία προκαλεί στην ουσία πάλι φόβο θανάτου αλλά και φόβο τρέλας.
Αυτά τα αισθήματα είναι νευροφυσιολογικό αποτέλεσμα της υπεροξυγόνωσης – ο καθένας μπορεί ανά πάσα στιγμή να παράγει παρόμοια αισθήματα στον εαυτό του αν για 3-4 λεπτά πάρει συνεχόμενα πολύ βαθιές και πολύ γρήγορες αναπνοές. Τούτο σημαίνει ότι έχουμε πάλι έναν φαύλο κύκλο ενισχυτικό αυτού που περιγράψαμε με τα σωματικά συμπτώματα: αρχικός φόβος → ταχύπνοια, υπεροξυγόνωση → αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση → φόβος θανάτου και τρέλας → ταχύπνοια, επιδείνωση της υπεροξυγόνωσης και της αποπροσωποποίησης / αποπραγματοποίησης → ακόμα πιο έντονος φόβος θανάτου και τρέλας κ.ο.κ..
Είδαμε λοιπόν με ποιον τρόπο, σαν φαινόμενο χιονοστιβάδας, ένας αρχικός φόβος, καταλήγει στην ανάπτυξη κρίσης πανικού. Τώρα θα δούμε ποια μπορεί να είναι τα αίτια αυτού του αρχικού φόβου.
Η αιτία του αρχικού φόβου που ξεκινάει μία κρίση πανικού σε πολλές περιπτώσεις είναι προφανής.
Μπορεί να είναι το ότι ένα άτομο που πάσχει π.χ. από κοινωνική φοβία, θα εκτεθεί σε μία κοινωνική συγκέντρωση, π.χ. ένα πάρτι με πολύ κόσμο.
Μπορεί να είναι ότι το άτομο που πάσχει από ειδική φοβία θα εκτεθεί στο αντικείμενο αυτής της φοβίας. Π.χ. κλειστοί χώροι όπως ο ανελκυστήρας, το κολύμπι στη θάλασσα, η πτήση με το αεροπλάνο, διάφορα ζώα όπως οι αράχνες κ.λπ..
Μπορεί να είναι ότι το άτομο που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θα εκτεθεί στο αντικείμενο του ιδεοψυχαναγκασμού του. Π.χ. ένα άτομο που υποφέρει έντονα από την ιδέα (ιδεοληψία) ότι πρέπει οπωσδήποτε τα χέρια του να είναι απόλυτα καθαρά και γι αυτόν το λόγο τα πλένει π.χ. πενήντα φορές την ημέρα και δεν αγγίζει τίποτα με γυμνά χέρια (καταναγκασμοί), θα φοβηθεί πολύ αν τυχαία ή από ανάγκη αγγίξει με γυμνά χέρια κάτι βρώμικο και πιθανά μολυσμένο κι από κει είναι πιθανό να ξεκινήσει μία κρίση πανικού.
Μπορεί τέλος η αιτία του αρχικού φόβου που πυροδοτεί την κρίση πανικού, να είναι αυτή καθ’ αυτή η σκέψη που κάνει το άτομο ότι θα πάθει κρίση πανικού όταν εκτίθεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις απ’ όπου θεωρεί ότι θα είναι δύσκολο να διαφύγει ή να βρει βοήθεια, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην διαταραχή πανικού με αγοραφοβία (τέτοιες καταστάσεις όπως είπαμε πιο πάνω είναι η απομάκρυνση από το σπίτι χωρίς συνοδεία, να βρεθεί ανάμεσα σε πλήθος, να ταξιδεύει με πλοίο, τραίνο, αυτοκίνητο ή λεωφορείο).
Αυτή η τελευταία πιθανότητα αιτίας για κρίση πανικού είναι η μόνη που αφορά στην διαταραχή πανικού, οι προηγούμενες τρεις αφορούν σε άλλες ψυχιατρικές διαγνώσεις όπως κοινωνική φοβία, ειδική φοβία, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Όπως είπαμε πιο πάνω, για να μπει η διάγνωση «διαταραχή πανικού» (με ή χωρίς αγοραφοβία), πρέπει το άτομο να έχει στο ιστορικό του επαναλαμβανόμενες απροσδόκητες κρίσεις πανικού (το λιγότερο δύο). Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν και από ένα σημείο και πέρα οι κρίσεις πανικού μπορεί να πυροδοτούνται μόνο και μόνο από τη σκέψη ότι κάποιος θα ξαναπάθει κρίση πανικού, οι αρχικές τουλάχιστον κρίσεις πανικού πρέπει να του έχουν συμβεί χωρίς καμία προφανή αιτία, εντελώς απρόσμενα.
Μένει λοιπόν για να ολοκληρώσουμε την αιτιολογία των κρίσεων πανικού να διατυπώσουμε μία θεωρία για το ποια μπορεί να είναι η αιτία των απροσδόκητων κρίσεων πανικού. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα, χρειαζόμαστε μία εξήγηση για το ποια είναι η αιτία του αρχικού έντονου φόβου που πυροδοτεί την απροσδόκητη κρίση πανικού. Κι αυτό, γιατί όπως είδαμε, η κρίση πανικού αναπτύσσεται πάνω σ’ έναν αρχικό πυρήνα έντονου φόβου και λίγο μετά κορυφώνεται και εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της συμπτώματα.
Το κρυμμένο λοιπόν αντικείμενο του αρχικού, απροσδόκητου έντονου φόβου, είναι συσσωρευμένα από πολύ καιρό, συνήθως χρόνια ή και δεκαετίες αρνητικά συναισθήματα κυρίως βαθιάς θλίψης, θυμού ή φόβου. Τέτοια συναισθήματα είναι πολύ δυσάρεστα και το υποσυνείδητο του ανθρώπου πιστεύει ότι είναι αδύνατο κάποιος να τα αντέξει ή να τα αντιμετωπίσει· (έχει αυτήν την άποψη από τότε που όντως ήταν έτσι, στην παιδική του ηλικία, αλλά αυτή η εντύπωση μένει ισοβίως αν δεν εξεταστεί).
Απωθούνται λοιπόν στο υποσυνείδητο καθημερινά, ολοήμερα επί πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο αρχικός, απροσδόκητος φόβος πάνω στον οποίο «χτίζεται» κατόπιν η κρίση πανικού, αναπτύσσεται καθώς τέτοιου είδους συναισθήματα επιχειρούν να βγουν μαζικά και απότομα από το υποσυνείδητο όπου είναι απωθημένα, στην επιφάνεια της συνείδησης, όπως η λάβα του ηφαιστείου. Θα δούμε παρακάτω γιατί γίνεται αυτή η έκρηξη.
Η γέννηση για πρώτη φορά αυτών των υποσυνείδητων συναισθημάτων μπορεί συνήθως να αποδοθεί σε εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να ανιχνευθεί ένα τραυματικό γεγονός στην ενήλικη ζωή. Οι εμπειρίες αυτές οδηγούν στην ανάπτυξη πεποιθήσεων γύρω από τον εαυτό του τύπου «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν, δεν αξίζω να με σέβονται», «είμαι αδύναμος, είμαι ανήμπορος» κ.λπ..
Τέτοιου τύπου πεποιθήσεις αναπτύσσονται στο υποσυνείδητο του παιδιού, σε γενικές γραμμές γιατί μεγαλώνει σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχει στον βαθμό που χρειάζεται κλίμα αγάπης και ασφάλειας και με ανθρώπους (συνήθως γονείς) από τους οποίους δεν παίρνει αρκετή φροντίδα, τρυφερότητα και αγάπη ή παίρνει αγάπη, τρυφερότητα και φροντίδα, αλλά με λάθος τρόπο.
Λάθος τρόπος μπορεί να είναι ένας από τους παρακάτω:
-Η αγάπη υπό όρους, δηλαδή όχι γι αυτό που είναι, αλλά για τις αρετές του ή την καλή του συμπεριφορά που κάνει το παιδί να πιστέψει «αν δεν είμαι τέλειος στα μαθήματα ή στην συμπεριφορά μου ή στην εμφάνιση, δεν αξίζω τίποτα, κανένας δεν θα μ’ αγαπάει».
-Οι διακρίσεις σε σχέση με τ’ αδέλφια του, δηλαδή να δίνονται περισσότερη προσοχή, χρόνος, έπαινοι κ.λπ. στο ένα παιδί σε σχέση με το άλλο. Αυτό οι γονείς το κάνουν τις περισσότερες φορές ασυνείδητα και δυσκολεύονται να το παραδεχθούν, όμως είναι πολύ συχνό φαινόμενο.
-Χωρίς σεβασμό προς την ελευθερία και την αυτονομία του παιδιού ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης κατανόησης του τι σημαίνει να βάζουμε όρια στο παιδί, να του δείχνουμε ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι κοινωνικά και τι σημαίνει να το προστατεύουμε.
– Επίσης όταν η αγάπη προέρχεται από έναν γονέα ο οποίος είναι ο ίδιος αγχώδης και υπερπροστατευτικός, στο παιδί φτάνει διαρκώς το μήνυμα «είσαι σε κίνδυνο, είσαι αδύναμος χωρίς την προστασία μου, είσαι ανίκανος να προστατεύσεις τον εαυτό σου» και το παιδί ενσωματώνει μέσα του την πεποίθηση «είμαι αδύναμος και ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου εν μέσω ενός κόσμου γεμάτου κινδύνους».
(Για περισσότερα πάνω θέμα της βαθύτερης αιτίας των ψυχικών διαταραχών, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;»)
Έτσι οποιοδήποτε γεγονός ή κατάσταση της τρέχουσας ζωής του ατόμου είναι σε θέση να πυροδοτήσει τις αρνητικές πεποιθήσεις που έχει μέσα του, διεγείρει ταυτόχρονα και τα αντίστοιχα αρνητικά συναισθήματα. Αν αυτά τα διεγερμένα συναισθήματα ξεπεράσουν ένα όριο αντοχής συγκράτησής τους στο υποσυνείδητο, τείνουν να βγουν προς τα έξω προκαλώντας αναπάντεχο έντονο φόβο κι αυτός με τη σειρά του οδηγεί με τον τρόπο που εξηγήσαμε σε μία πλήρη κρίση πανικού με όλα της τα συμπτώματα.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Μία γυναίκα ζει επί χρόνια χωρίς καθόλου ερωτική σχέση ή χωρίς μία σοβαρή ερωτική σχέση. Αυτή η κατάσταση της προκαλεί υποσυνείδητα έντονα συναισθήματα θλίψης και φόβου, διεγείροντας μέσα της πεποιθήσεις όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «είμαι ανυπεράσπιστη (γιατί είμαι μόνη μου)», «είμαι τελείως αδύναμη (γιατί ματαιώνεται μία από τις πιο σφοδρές μου επιθυμίες, όπως είναι το να κάνω παιδί) κ.λπ..
Αυτές τις πεποιθήσεις τις απέκτησε όταν ήταν παιδί εξ’ αιτίας της σχέσης της με τους γονείς από τους οποίους δεν πήρε την αγάπη που χρειαζόταν, όπως την χρειαζόταν. [Ας σημειώσουμε μάλιστα ότι αυτές οι πεποιθήσεις και τα συναισθήματα που προκαλούν είναι που ευθύνονται σε τελευταία ανάλυση για το γεγονός ότι έμεινε χωρίς ερωτικό σύντροφο τόσα χρόνια. (Για περισσότερα πάνω σ’ αυτό το θέμα, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Πώς μία κακή εικόνα για τον εαυτό οδηγεί στο να μας συμβαίνουν επανειλημμένα δυσάρεστες καταστάσεις»)].
Από κει κι έπειτα, μπορεί να εμφανιστούν διάφορα ερεθίσματα που να επιβαρύνουν το αντιλαμβανόμενο πρόβλημα. Ένα τέτοιο ερέθισμα π.χ. μπορεί να είναι αυτή καθ’ αυτή η πρόοδος της ηλικίας της που τη φέρνει μπροστά στο φάσμα του να μείνει χωρίς σύντροφο και κυρίως χωρίς παιδί. Ένα άλλο μπορεί να είναι ότι παντρεύονται ή κάνουν παιδιά οι φίλες της ή οι αδελφές της. Ένα άλλο μπορεί να είναι ένα φλερτ μ’ έναν άντρα που της άρεσε και που έλπιζε να γίνει κάτι μαζί του, αλλά χάλασε στην πορεία ή ένας χωρισμός από μία σχέση.
Τέτοια ερεθίσματα, διεγείρουν τις αρνητικές πεποιθήσεις που έχει υποσυνείδητα για τον εαυτό της και ενισχύουν τα αντίστοιχα αρνητικά συναισθήματα οδηγώντας τα σε βαθμούς έντασης που είναι αδύνατο πλέον να κρατηθούν υποσυνείδητα. Έτσι, ένα βράδυ, εκεί που κάθεται και βλέπει τηλεόραση ή εκεί που περπατάει στο δρόμο, σαν κεραυνός εν αιθρία, αισθάνεται ξαφνικά την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα και δυνατά κι αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά έντονος φόβος-αντίσταση απέναντι στην επιχειρούμενη ανάδυση των αρνητικών συναισθημάτων πόνου, θλίψης και φόβου που υπήρχαν μέσα της από καιρό. Τα υπόλοιπα που οδηγούν στην κρίση πανικού, μας είναι πια γνωστά.
Το παραπάνω είναι μόνο ένα παράδειγμα, όμως απροσδόκητες κρίσεις πανικού μπορούν να εμφανιστούν σε μια μεγάλη ποικιλία από διάφορα στρες που διεγείρουν υποσυνείδητες αρνητικές πεποιθήσεις και ως εκ τούτου αυξάνουν την ένταση απωθημένων συναισθημάτων, όπως είναι ο θυμός σε μία σχέση όπου κάποιος καταπιέζεται, ενοχή με αφορμή κάποιο λάθος ή παράλειψη, θλίψη από μία απώλεια κ.λπ..
Είπαμε λοιπόν ότι ο αρχικός, απροσδόκητος φόβος ουσιαστικά αναπτύσσεται απέναντι στην επιχειρούμενη αθρόα ανάδυση αρνητικών συναισθημάτων από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Ο φόβος αυτός μπορεί να εκδηλωθεί με συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, ταχύπνοια και μέσω της υπεροξυγόνωσης που προκαλεί η ταχύπνοια να προκληθεί και το σύμπτωμα της αποπροσωποποίησης/ αποπραγματοποίησης.
Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν αξίζει να σημειωθεί ότι η αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση εκτός από νευροφυσιολογικό αποτέλεσμα της υπεροξυγόνωσης, συνιστά και ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας απέναντι στον πόνο, κατ’ αρχήν τον σωματικό αλλά και τον έντονο ψυχικό, επειδή γίνεται αντιληπτός ως σωματικός.
Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων των οποίων το σώμα βρέθηκε σε έντονο στρες όπως π.χ. σ’ ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Περιγράφουν εμπειρίες (τις οποίες μάλιστα συχνά αναφέρουν ως μεταφυσικές ή σαν θάνατο από τον οποίο επέστρεψαν) όπως: «η ψυχή μου αποσπάστηκε από το σώμα και έβλεπα το σώμα μου και όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν από ψηλά».
Όταν υπάρχει πραγματικά πολύ σοβαρό σωματικό στρες και πολύ έντονος σωματικός πόνος όπως στο παραπάνω παράδειγμα, όλα τα μέρη του υποσυνειδήτου μας αποδέχονται αυτήν την «αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση» ως φυσιολογική άμυνα του οργανισμού ενάντια στον πόνο και η απουσία φόβου απέναντι στην εμπειρία την καθιστά ευχάριστη.
Στην περίπτωση της κρίσης πανικού, η αποπροσωποποίηση / πραγματοποίηση αναπτύσσεται ως άμυνα απέναντι στην επιχειρούμενη ανάδυση πολύ επώδυνων συναισθημάτων που βρίσκονται στο υποσυνείδητο. Επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει πραγματικό σοβαρό σωματικό στρες, κάποιο μέρος του εαυτού μας αντιστέκεται και φοβάται πολύ την εμπειρία της αποπραγματοποίησης/ αποπροσωποποιήσης, εκλαμβάνοντάς της όπως είπαμε ως δείγμα επέλευσης θανάτου ή τρέλας με αποτέλεσμα να γίνεται από ευχάριστη, εξαιρετικά δυσάρεστη.
Η αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση μπορεί να ξεκινήσει κι αυτή όπως οι γρήγοροι ή δυνατοί χτύποι της καρδιάς τον φαύλο κύκλο σύμπτωμα (αποπροσωποποίηση/ αποπραγματοποίηση) → φόβος → επιδείνωση του συμπτώματος (μέσω ταχύπνοιας και υπεροξυγόνωσης) → επιδείνωση του φόβου που οδηγεί στην ανάπτυξη μιας πλήρους κρίσης πανικού.
Ασφαλώς η αποπροσωποποίηση / αποπραγματοποίηση μπορεί να εμφανιστεί και μόνη της με τις αιτίες που είδαμε ως επαναλαμβανόμενο σύμπτωμα που ταλαιπωρεί το άτομο, χωρίς όμως απαραίτητα να ξεκινάει κρίσεις πανικού.
Πριν από την ψυχιατρική αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού είναι σωστό να έχουν αποκλειστεί σωματικά αίτια κρίσεων πανικού όπως π.χ. με καρδιολογική εξέταση και βιοχημική εξέταση του θυρεοειδούς ή και άλλες εξετάσεις ανάλογα με τη συνολική κλινική εικόνα του πάσχοντα.
Ψυχοθεραπεία
Σύμφωνα και με όσα είδαμε για την αιτιολογία των κρίσεων πανικού, η πραγματική, ριζική θεραπεία τους περνάει μέσα από την διαπίστωση των γεγονότων και των καταστάσεων που στρεσάρουν το άτομο και βεβαίως των αρνητικών πεποιθήσεων που τρέφει υποσυνείδητα για τον εαυτό του και οι οποίες ενεργοποιούνται απ’ αυτά τα γεγονότα και τις καταστάσεις.
Κατόπιν χρειάζεται η διάλυση αυτών των πεποιθήσεων με συγκεκριμένες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους που μπορεί να εφαρμόζει και μόνος του ο θεραπευόμενος. Περισσότερα για την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των ψυχικών διαταραχών μπορείτε να διαβάσετε στις ενότητες «Απαντήσεις σε ερωτήσεις» και «Μύθοι προς διερεύνηση» (μπορείτε να τις ανοίξετε από δω ή από την αρχική σελίδα).
Μερικές απλές συμβουλές για την αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού
Παρ’ όλο που η ριζική θεραπεία της διαταραχής πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία πάει τόσο βαθιά όσο είπαμε, αν κάποιος ενδιαφέρεται μόνο για την απαλλαγή του από τις κρίσεις πανικού και τα προβλήματα που αυτές του προκαλούν, είναι πιθανό να τον βοηθήσουν μερικές απλές συμβουλές που θα δώσουμε εδώ.
Όπως είπαμε, οι κρίσεις ξεκινούν από έναν αρχικό, έντονο φόβο ο οποίος με τη σειρά του είναι αντίσταση στην επιχειρούμενη απότομη ανάδυση απωθημένων επώδυνων συναισθημάτων.
Το ζητούμενο αναφορικά μ’ αυτές τις συμβουλές, είναι να εμποδίσουμε τον αρχικό έντονο φόβο, να μετατραπεί μέσω του φαύλου κύκλου που έχουμε περιγράψει, σε πλήρη κρίση πανικού ή αν αναπτυχθεί, αυτή να κρατήσει όσο το δυνατόν λιγότερο.
Όταν λοιπόν αναπτύσσονται τα πρώτα συμπτώματα αυτού του φόβου ή κρίσης πανικού όπως γρήγοροι ή/και έντονοι χτύποι στην καρδιά, αίσθημα αποπροσωποποίησης / αποπραγματοποίησης, ζάλη, αίσθημα επικείμενης λιποθυμίας κ.λπ., χρειάζεται αυτός που τα βιώνει να θυμίσει με έμφαση και κατ’ επανάληψη στον εαυτό του μερικά βασικά πράγματα που σχετίζονται στενά μεταξύ τους:
α) Να θυμίζει με έμφαση και πολλές φορές στον εαυτό του, για όσο κρατούν τα συμπτώματα, ότι είναι ασφαλής· ότι όλ’ αυτά τα συμπτώματα δεν υποδηλώνουν κανένα κίνδυνο για τη σωματική ή την ψυχική του υγεία κι ότι είναι απλά και μόνο αποτελέσματα φόβου ο οποίος τα τροφοδοτεί.
Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή! Για να γίνει αυτό με ασφάλεια, είναι αναγκαίο να έχουν προηγηθεί κάποιες γενικές ιατρικές εξετάσεις και μία καρδιολογική εξέταση προκειμένου να έχει αποκλειστεί κάθε πιθανότητα οργανικής αιτίας και προκειμένου να υπάρχει ένα γερό θεμέλιο για τη σκέψη ότι αντικειμενικά δεν υπάρχει κίνδυνος. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί υπάρχουν κρίσεις πανικού που προκαλούνται από οργανικές παθήσεις ή οργανικές παθήσεις που μιμούνται κρίσεις πανικού.
Ξέροντας ότι είναι υγιής, αυτός που παθαίνει μία κρίση πανικού θα είναι σίγουρος ότι τα συμπτώματά του είναι απλά αποτελέσματα φόβου και επιπλέον ότι δεν θα πάθει τίποτα από αυτά τα συμπτώματα, παρ’ όλο που είναι τόσο έντονα.
β) Να θυμίζει με έμφαση και πολλές φορές στον εαυτό του, για όσο κρατούν τα συμπτώματα ότι σύντομα, όλ’ αυτά τα δυσάρεστα βιώματα που νοιώθει, θα περάσουν χωρίς να του αφήσουν κανένα ίχνος σωματικής ή ψυχικής βλάβης, με άλλα λόγια ότι θα αντέξει αυτήν την κρίση χωρίς καμία επίπτωση επάνω του.
γ) Τέλος, αν φοβάται ότι θα κάνει κάτι που θα τον εκθέσει στα μάτια των γύρω του όπως ότι θα βάλει τις φωνές και θ’ αρχίσει να τρέχει ή ότι θα λιποθυμήσει, χρειάζεται να πει κατ’ επανάληψη στον εαυτό του ότι -με εργαλείο τις παραπάνω δύο υπενθυμίσεις- μπορεί να ελέγξει τον βαθμό έντασης αυτής της κρίσης, να την συντομεύσει πολύ σε διάρκεια και να αποφύγει να κάνει κάτι ακραίο που θα τον εξέθετε. (Αυτά τα ενδεχόμενα έτσι κι αλλιώς είναι πάρα πολύ σπάνια στις κρίσεις πανικού).
Επαναλαμβάνοντας με σαφή αντίληψη του νοήματος του αυτών που λέει μέσα του αυτά τα τρία, («είμαι ασφαλής, γρήγορα θα περάσει, το ελέγχω») θα είναι σε θέση να κάνει κάτι που έχει τεράστια σημασία για το ξεπέρασμα των κρίσεων πανικού και το οποίο είναι να μην αντιστέκεται στα διάφορα πολύ δυσάρεστα συμπτώματα της κρίσης.
Αυτό λοιπόν είναι το σημείο – κλειδί για την αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού: αποδοχή των συμπτωμάτων πάνω στη βάση των υπενθυμίσεων που αναφέραμε. Να έχει δηλαδή απλά επίγνωση αυτών που του συμβαίνουν σαν παρατηρητής από απόσταση και να πει στον εαυτό του: «ας έρθει όση ταχυκαρδία, όση ζάλη, όση αποπροσωποποίηση, όση αποπραγματοποίηση, όσο αίσθημα απώλειας ελέγχου κ.λπ. θέλει· δεν με νοιάζει, γιατί έτσι κι αλλιώς είμαι ασφαλής σωματικά και ψυχικά, γρήγορα θα περάσει και με τη γνώση μου το ελέγχω. Η μη αντίσταση, η αποδοχή των αρχικών συμπτωμάτων της κρίσης πανικού σπάει τον φαύλο κύκλο που περιγράψαμε πιο πάνω και συντομεύει δραματικά την διάρκειά της.
Αν έχει αναπτυχθεί αγοραφοβία, εκτός από τον παραπάνω τρόπο χειρισμού των κρίσεων πανικού, είναι απαραίτητο ο πάσχων να πάει σταδιακά (δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ζορίσει πολύ τον εαυτό του) ενάντια στον φόβο του μην τυχόν πάθει νέα κρίση πανικού. Δηλαδή προοδευτικά να πάψει να αποφεύγει όσα άρχισε να αποφεύγει απ’ όταν έπαθε τις πρώτες κρίσεις πανικού και να εκτίθεται σ’ αυτά λίγο – λίγο διευκολύνοντας τον εαυτό του με την υπενθύμιση ότι ακόμα κι αν πάθει κρίση πανικού, θα ξέρει πλέον πώς να την ελέγξει και να την αντιμετωπίσει με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω.
Αν λοιπόν κάποιος βασισμένος στην τεχνική αυτή πάψει να αντιστέκεται στα συμπτώματα της κρίσης πανικού, από κει που θα κρατούσε 15 με 40 λεπτά, θα κρατήσει ίσως λιγότερο κι από ένα – δύο λεπτά και θα είναι πιο ήπια. Και αν το κάνει αυτό μερικές φορές επιτρέποντας στον εαυτό του να εκτεθεί έστω και για λίγο σ’ αυτά που αποφεύγει, είναι πολύ πιθανό να μην τον ξαναβρούν ποτέ κρίσεις πανικού.
Μπορεί βέβαια να συνεχίσουν τα αρχικά κύματα έντονου φόβου να έρχονται, γιατί όπως είπαμε οι απροσδόκητες κρίσεις πανικού έχουν τα δικά τους βαθύτερα αίτια· όμως μπορεί και να μη συνεχίσουν, αν οι μηχανισμοί απώθησης των αρνητικών συναισθημάτων αποκαταστήσουν την ισορροπία που υπήρχε στην ψυχή του πάσχοντα πριν από την πρώτη απροσδόκητη κρίση πανικού.
Η παραπάνω τεχνική -εκτός του ότι προϋποθέτει την ιατρική επιβεβαίωση της διάγνωσης της διαταραχής πανικού- είναι καλό και πολύ βοηθητικό να εφαρμοστεί υπό την «επίβλεψη» και την ενθάρρυνση κάποιου ειδικού επί θεμάτων ψυχικής υγείας. Ο λόγος είναι ότι το άτομο πολλές φορές αδυνατεί από μόνο του να καταστρώσει και μπει σ’ ένα σωστό πρόγραμμα σταδιακής έκθεσης και απευαισθητοποίησης. Εξ’ άλλου όπως είπαμε και στην αρχή αυτού του άρθρου, για να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της διαταραχής πανικού και να θεραπευτεί ριζικά αυτή η ψυχική διαταραχή, χρειάζεται ψυχοθεραπεία από ειδικό που να είναι ψυχίατρος ή ψυχολόγος.
Τέλος υπάρχουν άνθρωποι που για ποικίλους λόγους δεν μπορούν ή πιστεύουν ότι δεν μπορούν ή απλά δεν αισθάνονται το κουράγιο να ακολουθήσουν αυτήν την τεχνική εναντίωσης στον φόβο των κρίσεων πανικού και της άσκησης ελέγχου επάνω τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση χρειάζεται να επισκεφθούν ψυχίατρο για την χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής για ένα χρονικό διάστημα. Αυτό θα κάνει πρακτικά εφικτό αν θελήσουν, να εφαρμόσουν τις παραπάνω συμβουλές έτσι ώστε όταν θα διακόψουν τα φάρμακα να μην επανέλθουν οι κρίσεις πανικού.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Υπάρχουν φάρμακα που βοηθούν αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των κρίσεων πανικού. Αυτά τα φάρμακα δεν θεραπεύουν πραγματικά την αιτία των κρίσεων πανικού, απλά τις εμποδίζουν να εμφανίζονται. Μ’ αυτήν την έννοια η αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού με φάρμακα δεν είναι πραγματική θεραπεία και γι αυτόν τον λόγο έχουμε τεράστια ποσοστά υποτροπής των κρίσεων (έως και 90%) όταν η φαρμακευτική αγωγή κάποια στιγμή (συνήθως μετά από ένα ή δύο χρόνια) διακόπτεται.
Ένα πιο ουσιαστικό θεραπευτικό αποτέλεσμα μπορούν ωστόσο να φέρουν τα φάρμακα, έμμεσα. Δηλαδή απαλλάσσοντας το άτομο τις κρίσεις πανικού και τις επιπλοκές τους (αγοραφοβία, κατάθλιψη), του επιτρέπουν να επιφέρει αλλαγές στη ζωή του (π.χ. διακοπή μίας ψυχοφθόρας σχέσης, η δημιουργία μίας καλής σχέσης, η αλλαγή ή η έναρξη εργασίας κ.λπ.).
Αυτές οι αλλαγές με τη σειρά τους τον φέρνουν σε μία πλεονεκτική θέση μετά την διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, αφού θα έχουν υποχωρήσει οι στρεσογόνοι παράγοντες που πυροδοτούσαν (έμμεσα όπως εξηγήσαμε πιο πάνω) τις κρίσεις πανικού.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού είναι τα εξής:
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι τα φάρμακα που προσφέρουν την πιο γρήγορη ανακούφιση από τις κρίσεις πανικού με ελάχιστες έως καθόλου ενοχλητικές παρενέργειες. (Ωστόσο όταν λαμβάνονται από το στόμα δεν μπορούν να απορροφηθούν τόσο γρήγορα ώστε να σταματήσουν μία κρίση πανικού που έχει ήδη ξεκινήσει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όποιος ωφελείται, ωφελείται από το φαινόμενο της υποβολής).
Οι βενζοδιαζεπίνες που ενδείκνυνται για την αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού είναι η αλπραζολάμη (πρωτότυπο σκεύασμα Xanax), η κλοναζεπάμη (Clonotril) και η λοραζεπάμη (Tavor), κατά σειρά προτίμησης από τους περισσότερους γιατρούς.
Υπάρχουν ακόμα πολλές βενζοδιαζεπίνες (όπως βρωμαζεπάμη – Lexotanil, διαζεπάμη – Stedon κ.λπ.) οι οποίες όμως δεν ενδείκνυνται για τη συγκεκριμένη διαταραχή ως μη αποτελεσματικές.
Οι βενζοδιαζεπίνες συχνά συνταγογραφούνται για τον πρώτο μήνα της θεραπείας μαζί τα αντικαταθλιπτικά τα οποία όπως θα δούμε παρακάτω χρησιμοποιούνται πιο συχνά ως ο κορμός της θεραπείας στη διαταραχή πανικού. Ο λόγος είναι αφ’ ενός μεν για να αντιμετωπιστούν γρήγορα οι κρίσεις πανικού (τα αντικαταθλιπτικά αργούν πολύ), αφ’ ετέρου δε για να αντισταθμιστεί η επιδείνωση του άγχους και της υπερδιέγερσης που έχουν συχνά ως παρενέργεια τα αντικαταθλιπτικά στις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας.
Στην πράξη όμως οι βενζοδιαζεπίνες αποφεύγονται από τους περισσότερους ψυχιάτρους ως η κύρια και μακροχρόνια θεραπεία της διαταραχής πανικού για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω.
Πρώτο, προκαλούν ψυχολογικό εθισμό και το άτομο που τα παίρνει είναι πολύ απρόθυμο να τα διακόψει, με αποτέλεσμα να τα παίρνει για πολλά χρόνια ή και ισόβια χωρίς να είναι απαραίτητο.
Δεύτερο, εμφανίζουν το φαινόμενο της αντοχής, δηλαδή με την πάροδο των ετών χρειάζονται ολοένα και μεγαλύτερες δόσεις για να επιτευχθεί το ίδιο αγχολυτικό αποτέλεσμα.
Τρίτο, η πολύ μακροχρόνια χρήση τους (πάνω από 20 χρόνια) έχει συσχετιστεί με την αύξηση της πιθανότητας για εμφάνιση μόνιμων διαταραχών μνήμης σε μεγάλες ηλικίες.
Τέταρτο, η μακροχρόνια λήψη τους (πάνω από 1 χρόνο) συνδέεται με ανάπτυξη κατάθλιψης ή με επιδείνωσή της αν προϋπάρχει.
Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε ειδικές περιπτώσεις ανθρώπων επιρρεπών σε εθισμούς και καταχρήσεις, οι παραπάνω λόγοι δεν έχει αποδειχθεί στην κλινική πράξη ότι ισχύουν σε αρκετά σημαντικό βαθμό ώστε να αποκλείσουμε τις βενζοδιαζεπίνες από την φαρμακευτική φαρέτρα κατά του άγχους.
Δηλαδή ο εθισμός με λίγη προσπάθεια και σταδιακή διακοπή ξεπερνιέται. Η αντοχή δεν αυξάνει επ’ αόριστον, αλλά σε κάποιο σημείο σταθεροποιείται. Οι διαταραχές μνήμης συμβαίνουν μόνο σε πολύ μακροχρόνιες λήψεις μεγάλων δόσεων και όχι συχνά. Η ανάπτυξη τυπικής καταθλιπτικής διαταραχής ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας χρήσης των βενζοδιαζεπινών είναι μάλλον σπάνια.
Υπάρχει ωστόσο ένας λόγος ακόμα που οι βενζοδιαζεπίνες ίσως είναι καλό να αποφεύγονται: Το οι βενζοδιαζεπίνες κατά κάποιο τρόπο λειτουργούν όπως το αλκοόλ. Δηλαδή κατευνάζουν την ψυχική ταραχή που υποκρύπτεται στις κρίσεις πανικού ρίχνοντας ελαφρά το γενικό επίπεδο της συνειδητότητας κι αυτό δεν είναι καλό για έναν άνθρωπο που τον ενδιαφέρει να προοδεύσει και να εξελιχθεί ως ψυχή.
Γι αυτό είναι καλό οι βενζοδιαζεπίνες όταν χορηγούνται, να πληροφορείται αυτός που θα τις λάβει για όλα τα παραπάνω και να κρίνει αν ταιριάζουν στην προσωπικότητά του, τις βλέψεις του και τη φιλοσοφία ζωής του.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δύο συγκεκριμένων χημικών κατηγοριών θεωρούνται από πολλούς ψυχιάτρους ως φάρμακα πρώτης εκλογής για την αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού· (τα αποκαλούμε «αντικαταθλιπτικά» γιατί αυτή ήταν η πρώτη και κύρια ένδειξή τους).
Τα αντικαταθλιπτικά που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού είναι των εξής δύο κατηγοριών:
α) οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (Selective Serotonin Reuptake Inhibitors – SSRI) και συγκεκριμένα η φλουοξετίνη (Ladose στην Ελλάδα και Prozac στις Η.Π.Α.), η παροξετίνη (Seroxat), η σιταλοπράμη (Seropram), η εσιταλοπράμη (Cipralex) και η σερτραλίνη (Zoloft).
β) Οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νοραδρεναλίνης (Serotonin Norepinephrine Reuptake Inhibitors – SNRI) και συγκεκριμένα η βενλαφαξίνη (Efexor).
Όλα τα φάρμακα των παραπάνω κατηγοριών έχουν πάρει έγκριση από τον οργανισμό διαχείρισης τροφίμων και φαρμάκων των Η.Π.Α. (Food and Drugs Administration – FDA) για την διαταραχή πανικού και χρειάζονται οι διπλάσιες έως τριπλάσιες δόσεις από τις αντίστοιχες που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης.
Στην κλινική πράξη βλέπουμε ότι αυτά τα φάρμακα είναι τουλάχιστον εξ’ ίσου αποτελεσματικά αν και πολύ πιο αργά στη δράση τους (θέλουν 6-8 εβδομάδες φαρμακευτικής αγωγής για να αρχίσουν να δρουν) σε σχέση με τις βενζοδιαζεπίνες αναφορικά με την αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού και έχουν πολύ πιο συχνά ενοχλητικές παρενέργειες μία εκ των οποίων είναι και η αύξηση του άγχους στις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας.
Προτιμούνται από τους περισσότερους ψυχιάτρους για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Επίσης τα αντικαταθλιπτικά αυτών των κατηγοριών δεν κατευνάζουν το άγχος μέσω της ελάττωσης του επιπέδου της συνειδητότητας, οπότε δεν έχουν -τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό- το σοβαρό μειονέκτημα που αναφέραμε για τις βενζοδιαζεπίνες, αυτό δηλαδή της πλήρους σχεδόν παραμέλησης των βαθύτερων αιτιών του άγχους.
Ωστόσο και για τα αντικαταθλιπτικά ισχύει ότι -ειδικά αν δεν συνδυαστούν με ψυχοθεραπεία- καταλήγουν να κρύβουν την πραγματική του αιτία των κρίσεων πανικού και οδηγούν το άτομο να μην κάνει τίποτα για τη διόρθωσή της. Το αποτέλεσμα είναι αυτή η υποκείμενη αιτία να χειροτερεύει και αυτό μπορεί να σημαίνει μεταξύ άλλων: ότι δυσχεραίνεται η αντιμετώπισή της· ότι προκαλεί και άλλα ψυχολογικά προβλήματα εκτός από διαταραχή πανικού όπως κατάθλιψη ή έναν αυξανόμενο γενικό φόβο προς τη ζωή που εκδηλώνεται ως σταδιακός αποκλεισμός του ατόμου από επιτεύγματα και εμπειρίες που αρμόζουν στο πραγματικό δυναμικό του.