Διπλά τυφλή μελέτη είναι μία μέθοδος με την οποία συγκρίνεται η αποτελεσματικότητα του υπό δοκιμή φαρμάκου με αυτή ενός εικονικού φαρμάκου (που περιέχει ουσία χωρίς θεραπευτική δράση, όπως π.χ. ζάχαρη)
Η διπλά τυφλή μελέτη έχει ως σκοπό να ελέγξει την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου (ή μίας θεραπευτικής μεθόδου) με τον εξής τρόπο: Το φάρμακο δίνεται από τους ερευνητές ιατρούς σε μία ομάδα ασθενών και σε μία άλλη ομάδα ασθενών δίνεται εικονικό φάρμακο (placebo), δηλαδή μία αδρανής από θεραπευτικής πλευράς ουσία. Ούτε οι ασθενείς ούτε οι θεράποντες ιατροί τους γνωρίζουν αν η ουσία που λαμβάνουν οι ασθενείς είναι η δραστική ή κάποια αδρανής.
Μετά οι ερευνητές ιατροί συγκρίνουν τα θεραπευτικά αποτελέσματα στις δύο ομάδες για να εξετάσουν αν υπάρχει διαφορά ποσοστών επιτυχίας μεταξύ των δύο ομάδων και αν ναι, πόσο μεγάλη είναι αυτή η διαφορά.
Ο σχεδιασμός αυτού του τύπου μελέτης έχει ως σκοπό να διαχωριστεί σε ποιο ποσοστό τα όποια θεραπευτικά αποτελέσματα οφείλονται όντως στο φάρμακο και σε ποιο ποσοστό οφείλονται στη πίστη, την προκατάληψη και τις προσδοκίες τόσο του ασθενούς όσο και του θεράποντος ιατρού από την θεραπευτική αγωγή.
Ο λόγος που γίνεται αυτή η σύγκριση, είναι ότι αυτοί οι παράγοντες (πίστη, προσδοκία, προκατάληψη και από τα δύο μέρη γιατρού και ασθενούς) έχουν από μόνοι τους πολύ μεγάλη θεραπευτική ισχύ και επιπλέον επηρεάζουν την κρίση ασθενών και γιατρών όσον αφορά την εκτίμηση του βαθμού του θεραπευτικού αποτελέσματος.
(Επειδή τόσο ο ασθενής όσο και ο θεράπων ιατρός του βρίσκονται σε άγνοια γύρω από το τι ουσία χορηγείται στον ασθενή, η μελέτη λέγεται «διπλά τυφλή», σε αντίθεση με την «απλά τυφλή» όπου πάλι μία ομάδα ασθενών παίρνει φάρμακο χωρίς να γνωρίζει αν είναι δραστικό ή εικονικό, αλλά οι θεράποντες ιατροί τους γνωρίζουν την αλήθεια).
Η διπλά – τυφλή μελέτη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της προόδου της σύγχρονης (κλασικής) ιατρικής και συνιστά την μέθοδο που την διαχωρίζει με σαφή όρια από κάθε άλλη (εναλλακτική) μορφή ιατρικής όπως είναι η ομοιοπαθητική, ο βελονισμός, η αγιουρβέδα (παραδοσιακή ινδική ιατρική), το ρέικι κ.ά. οι οποίες δεν υποβάλλουν τις θεραπευτικές τους μεθόδους και τα φάρμακα που χρησιμοποιούν σε τέτοιου είδους έλεγχο.