Περίληψη
Η πραγματική αιτία που νοιώθουμε άσχημα δεν είναι αυτή που φαίνεται, δηλαδή κάποιο γεγονός, αλλά η πεποίθηση «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι» ή αλλιώς «δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα». Το εκάστοτε γεγονός απλά πυροδοτεί αυτήν την πεποίθηση κι αυτή με τη σειρά της προκαλεί τον ψυχικό πόνο ή την ψυχική ταραχή ως κίνητρο για δράση. Όμως από ένα σημείο εξέλιξης της ψυχής και μετά, ο ψυχικός πόνος γίνεται από κίνητρο εμπόδιο γι αυτό και είναι απαραίτητο να αλλάξει αυτός ο τρόπος κινητοποίησης.
Κυρίως άρθρο
Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν πως όταν αισθάνονται άσχημα, ο λόγος είναι κάποιο γεγονός που συνέβη ή που μπορεί να συμβεί, π.χ. κάποιος χωρισμός, μία απόρριψη, μία άσχημη συμπεριφορά, ένα λάθος τους, η απώλεια ενός αγαθού, η έλλειψη συντροφιάς, ο κλονισμός της υγείας τους κ.λπ..
Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα γεγονότα που συμβαίνουν είναι απλά αφορμές οι οποίες ενεργοποιούν κατά κανόνα μία σταθερή, αμετάβλητη, πραγματική αιτία μέσα μας. Αυτή η αιτία μπορεί να συνοψιστεί στην πεποίθηση «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι».
Πρόκειται για μία πεποίθηση που πιο αναλυτικά σημαίνει «δεν αξίζω να πάρω αποδοχή, αγάπη, σεβασμό από τους άλλους ανθρώπους και από την όποια ανώτερη δύναμη στην οποία πιστεύω (Θεό, Τύχη, Μοίρα, Φύση, Σύμπαν κ.λπ.).
Επίσης σημαίνει δεν μπορώ να πετύχω αυτά που θέλω για μένα και για τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζομαι. Δεν μπορώ, όχι γιατί έχω λίγες δυνατότητες, (π.χ. γεννήθηκα με χαμηλό δείκτη ευφυΐας ή με κάποια αναπηρία), αλλά γιατί έχω ελαττώματα όπως δειλία, τεμπελιά, ψυχική αδυναμία, κακία, εγωισμό κ.λπ. και ως εκ τούτου δεν αξιοποιώ τις δυνατότητες που έχω και οι οποίες πιθανόν να είναι λίγες ή πολλές, δεν έχει σημασία.
Γι αυτό άλλωστε και δεν αξίζω να μ’ αγαπούν, να με σέβονται, να με αποδέχονται: επειδή δεν χρησιμοποιώ προς όφελος δικό μου και κατ’ επέκταση και των άλλων τις δυνατότητές μου, με άλλα λόγια «δεν κάνω το καλύτερο που μπορώ». (Το «δεν κάνω το καλύτερο που μπορώ» έχει στην ουσία το ίδιο νόημα με το «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι»).
Η πεποίθηση «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι» /«δεν κάνω το καλύτερο που μπορώ» είναι τόσο πανανθρώπινη όσο πανανθρώπινος είναι και ο ψυχικός πόνος και τη συντηρεί ένα μέρος μέσα μας που θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε «ο κριτής» ή «ο εκτιμητής». Αυτός ο κριτής αμφισβητεί την αξία και τη δύναμή μας (τη δύναμη να αξιοποιούμε τα εφόδιά μας) με αφορμή κάθε λάθος μας και κάθε τι δυσάρεστο που μας συμβαίνει. Δεν είναι κάτι που το κάνει για να μας βασανίζει, το κάνει σαν ένα τρυκ για να μας κινητοποιεί διαρκώς να εξαντλούμε μέχρι και την τελευταία ρανίδα του δυναμικού μας.
Στην ουσία δηλαδή με κάθε αφορμή ο εσωτερικός κριτής μας λέει (ενώ είναι ψέματα) «δεν είσαι εντάξει όπως είσαι, δηλαδή δεν έκανες το καλύτερο που μπορούσες κι αυτό αποδεικνύεται από τα γεγονότα (π.χ. το ότι έκανες αυτό το λάθος, δεν μπόρεσες να πάρεις αγάπη ή σεβασμό, είχες αυτήν την απώλεια κ.λπ.)· κάνε κάτι παραπάνω, αξιοποίησε κι άλλες από τις δυνατότητές σου για να έχεις καλύτερα αποτελέσματα στη ζωή σου». Αυτή η ανεκτέλεστη εντολή «κάνε κάτι», είναι η άμεση αιτία κάθε είδους ψυχικού πόνου με την ευρεία έννοια κάθε ψυχικής δυσφορίας όπως άγχος, φόβος, ενοχή, ντροπή, στενοχώρια, θυμός, ακόμα και βαριεστιμάρα ή ανία.
Ο κριτής λοιπόν χρησιμοποιεί το «δεν είσαι εντάξει όπως είσαι/ δεν έκανες το καλύτερο που μπορούσες» για να μας προκαλέσει πόνο ώστε αυτός ο πόνος να γίνει κίνητρο για να δράσουμε προς την εκπλήρωση των διαφόρων επιθυμιών μας. Αυτό μοιάζει πολύ με τον αμαξά που χρησιμοποιεί το μαστίγιό του για να προκαλέσει πόνο στο άλογό του ώστε αυτός ο πόνος να γίνει κίνητρο για το άλογό του να τρέξει πιο γρήγορα.
Ωστόσο από ένα στάδιο εξέλιξης και μετά που ο άνθρωπος γίνεται πιο συνειδητός και άρα πιο ευαίσθητος στον πόνο, αυτή η τακτική δεν αποδίδει, γιατί ο πόνος που προκαλεί ο εσωτερικός κριτής είναι τόσο έντονος και παρατεταμένος, που όχι μόνο μας κάνει και υποφέρουμε υπερβολικά, αλλά δεν παίζει πια τον ρόλο του κινήτρου στη ζωή μας, αντίθετα γίνεται εμπόδιο. Και για να κρατήσουμε την αναλογία με τον αμαξά και το άλογο, αν το άλογο πονέσει και υποφέρει υπερβολικά από το μαστίγιο του αμαξά, όχι μόνο δεν θα πάει πιο γρήγορα, απλά θα εξουθενωθεί από τον πόνο και θα πέσει κάτω. Γι αυτό καθίσταται αναγκαίο να αλλάξουμε αυτήν την τακτική.
Υπάρχουν θεωρητικά επιχειρήματα και εμπειρικές δοκιμές για να υποστηρίξουμε τη θέση ότι πίσω από κάθε μορφής ψυχική δυσφορία βρίσκεται μία πεποίθηση του τύπου «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι/ δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα». (Αν σας ενδιαφέρει, κάντε κλικ πάνω στο αντίστοιχο άρθρο).