Υπάρχει ένας βασικός ψυχολογικός μηχανισμός με τον οποίο γεννιόμαστε και ο οποίος στηρίζεται στην αμφισβήτηση του εαυτού με αφορμή κάθε αρνητικό γεγονός.
Η αμφισβήτηση αυτή λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση ως κίνητρο για αυτο-βελτίωση. Δηλαδή όταν κάτι δεν πάει καλά και δεν είμαστε σε θέση να το διορθώσουμε άμεσα, υποσυνείδητα ενεργοποιείται ένα μέρος μέσα μας που μας λέει ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε, δεν είμαστε αρκετά άξιοι, δεν είμαστε αρκετά ικανοί κ.λπ.. Το δυσάρεστο συναίσθημα που παράγεται απ’ αυτήν την αυτοαμφισβήτηση, γίνεται το κίνητρο για να διορθώσουμε την αρνητική κατάσταση. (Για μια πιο αναλυτική προσέγγιση αυτής της θέσης, κάντε κλικ πάνω στον τίτλο του άρθρου «Για τα δυσάρεστα συναισθήματά μας ευθύνονται οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας – θεωρητική υποστήριξη»).
Η αυτοαμφισβήτηση ως μηχανισμός κινητοποίησης του ανθρώπου λειτουργεί εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια στον άνθρωπο (από τότε που ανέπτυξε την επίγνωση του εαυτού του) και είναι η ριζική αιτία κάθε είδους ψυχικού πόνου. Αν αναλογιστούμε πόσο πόνο έχει περάσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κάθε άνθρωπος, γεννιέται έχοντας μέσα του μία τεράστια ετοιμότητα για αυτοαμφισβήτηση.
Ανάλογα με το πόσο λείπουν καλά πράγματα στην παιδική μας εμπειρία, ο μηχανισμός αυτοαμφισβήτησης ουσιαστικά «ξυπνάει» αρνητικές πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό εγγεγραμμένες στο DNA μας. Πρόκειται για πεποιθήσεις που έχουν κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά (μέσω DNA και μέσω της διαπαιδαγώγησης των παιδιών της εκάστοτε γενιάς από τους γονείς τους). Η συγκεκριμένη μορφή αυτών των πεποιθήσεων ποικίλλει από άτομο σε άτομο γιατί εξαρτάται από το γενεαλογικό δένδρο και την ιστορία των προγόνων του καθενός .
Ας τονίσουμε ότι δεν είναι ανάγκη αυτή η έλλειψη καλών πραγμάτων να γίνει υπό τη μορφή «τραυματικών γεγονότων» της παιδικής ηλικίας για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος στην ψυχολογία• μπορεί να γίνει και υπό τη μορφή μιας γενικής ψυχολογικής ατμόσφαιρας και στάσης απέναντι στο παιδί που διαποτίζει την καθημερινή του ζωή στο σπίτι, ακόμα κι αν λείπουν θορυβώδη, «σημαντικά» τραυματικά γεγονότα.
Στον βαθμό λοιπόν που ένα παιδί- με τρόπο εμφανή ή ύπουλο- δεν πάρει από τους γονείς του αρκετή αγάπη, σεβασμό, φροντίδα και συνθήκες ασφάλειας, θα ενεργοποιηθούν μέσα του πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «δεν αξίζω να με σέβονται», «δεν μπορώ, δεν είμαι ικανός να έχω αυτά που έχω ανάγκη».
Γι αυτό το γεγονός ευθύνεται ο βασικός μηχανισμός αυτοβελτίωσης μέσω της αυτοαμφισβήτησης για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή, αλλά συνδράμει κι ο εξής καθοριστικός παράγοντας: Ένα παιδί δεν έχει αρκετά ανεπτυγμένη κρίση ώστε να σκεφτεί ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για το ότι οι γονείς του δεν του παρέχουν αυτά που έχει ανάγκη κι έτσι δεν υπάρχει καμία άμυνα απέναντι σ’ αυτήν την ενεργοποίηση αρνητικών πεποιθήσεων μέσα του.
Αν π.χ. δεν πάρει αγάπη ή αναγνώριση των ικανοτήτων του, είναι πολύ περίπλοκο να σκεφτεί ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι γονείς του αδυνατούν να του τη δώσουν, ενώ είναι πολύ απλό, αφού οι αρνητικές πεποιθήσεις περιμένουν ήδη έτοιμες μέσα του, να υποθέσει ότι κάποια ανεπάρκειά του ευθύνεται γι αυτήν την έλλειψη.
Άλλωστε τους γονείς του τους βλέπει περίπου σαν θεούς, εκείνοι είναι οι δυνατοί, έχουν πολλά περισσότερα χρόνια σ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο κόσμο, ξέρουν τα πάντα και το ίδιο τίποτα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν οποιοδήποτε λάθος; Χώρια που το συμφέρει να τους βλέπει σαν αλάθητους και τέλειους, γιατί απ’ αυτούς εξαρτάται η ίδια του ή ύπαρξη• η ιδέα ότι αυτοί που έχουν αναλάβει τη φροντίδα του ίσως να είναι ατελείς, του προκαλεί ανασφάλεια.
Επίσης να τονίσουμε ότι ένα παιδί μπορεί να πάρει πολλή αγάπη, φροντίδα και προσοχή, αλλά και πάλι να ενεργοποιηθούν έντονα αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του, γιατί πήρε αυτά τα στοιχεία με λάθος τρόπο. Δηλαδή για παράδειγμα, μια υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά που βασίζεται στο φόβο του γονέα, κάνει το παιδί να φοβάται επίσης και να διαμορφώνει έτσι την πεποίθηση ότι είναι πολύ αδύναμο και ευάλωτο μέσα σ’ έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο.
Επίσης οι συνεχείς συμβουλές, νουθεσίες και παρεμβολές, όσο και άριστη να είναι η πρόθεση με την οποία δίνονται, του ενεργοποιούν την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται στις ικανότητές του (είμαι ανίκανος), δεν έχει τον έλεγχο να κάνει αυτό που το ίδιο θέλει (είμαι ανήμπορος, κάνω αυτό που θέλουν οι άλλοι), δεν έχει την κρίση για να διακρίνει το ωφέλιμο από το βλαβερό (είμαι χαζός, είμαι αμαθής, οι άλλοι μόνο ξέρουν), δεν έχει την αντοχή για να μαθαίνει απ’ τα λάθη του (είμαι ευπαθής, αν κάνω λάθος, καταστράφηκα), πεποιθήσεις όλες πολύ αρνητικές για τον εαυτό.
Ένας άλλος λάθος τρόπος αγάπης των γονιών προς τα παιδιά τους προκύπτει όταν δεν τα αγαπούν γι αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξή τους, αλλά επειδή είναι πολύ όμορφα, έξυπνα, καλότροπα, καλοί μαθητές, υπάκουα κ.λπ.. Στον βαθμό που ισχύει αυτό, αυτή η αγάπη επίσης γεννά αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό για τον απλούστατο λόγο ότι το παιδί διαμορφώνει την βασική πεποίθηση «δεν αξίζω γι αυτό που είμαι, αξίζω μόνο όσο ικανοποιώ τις επιθυμίες των άλλων για μένα».
Διότι στην παραμικρή απόκλιση απ’ αυτά που περιμένουν οι άλλοι από κείνο, διαισθάνεται την μεγάλη επιδείνωση του συναισθηματικού κλίματος. Μοιάζει με την κατάθλιψη και το άγχος που βασανίζει συχνά τους σταρ του θεάματος οι οποίοι γνωρίζουν κατά βάθος ότι όλος ο θαυμασμός και η αγάπη του κόσμου δεν είναι πράγματι προς το πρόσωπό τους, αλλά είναι κάτι απολύτως εξαρτώμενο από τις επιτυχίες τους και από την μόδα των καιρών.
Έτσι λοιπόν η πρώτη εικόνα που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας εξαρτάται από τις εμπειρίες της παιδικής μας ζωής κι αυτή η εικόνα, διατηρείται και στην ενήλικη ζωή, ουσιαστικά μέχρι να πεθάνουμε, αν δεν την θέσουμε συνειδητά και συστηματικά υπό αμφισβήτηση. Εδώ φυσικά προκύπτει το ερώτημα, γιατί συμβαίνει αυτό;
Δηλαδή, αν ένα παιδί δεν έχει πάρει αγάπη και σεβασμό απ’ τους γονείς του, είναι επόμενο όπως εξηγήσαμε να διαμορφώσει πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν και να με σέβονται» και «δεν έχω τη δύναμη να παίρνω αυτό που θέλω (όπως το σημαντικότατο να μ’ αγαπούν και να με σέβονται)». Όμως γιατί οι κατοπινές του εμπειρίες με άλλους ανθρώπους, δεν του αλλάζουν αυτές τις πεποιθήσεις;
Ένας απ’ τους λόγους είναι κατ’ αρχήν ότι οι πρώτες πεποιθήσεις για τον εαυτό έχουν ιδιαίτερη ισχύ αφού ενεργοποιούνται όταν δεν υπάρχει καμία κριτική άμυνα και διαμορφώνουν την πρώτη εντύπωση για το ποιοι είμαστε, που είναι και η πιο δυνατή.
Από κει κι έπειτα αυτές οι καλά θεμελιωμένες πεποιθήσεις επηρεάζουν τις επιλογές μας και την ερμηνεία των γεγονότων της ζωής μας με τέτοιο τρόπο ώστε να αυτο-επιβεβαιώνονται. Αν σας ενδιαφέρει μία σύντομη ανάλυση αυτής της άποψης, κάντε κλικ στο άρθρο «Τρόποι με τους οποίους η αυτοεικόνα μας ελαττώνει την φαινομενική αξία και ικανότητά μας» (και άρα συντηρεί τις πεποιθήσεις μας για τον εαυτό μας).