Με την ψυχιατρική έννοια, αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε κατάθλιψη περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές διαγνώσεις (βλ. παρακάτω), όμως η κυριότερη απ’ όλες είναι η διάγνωση «μείζων καταθλιπτική διαταραχή».
Η διαταραχή αυτή συνήθως είναι επεισοδιακή, δηλαδή χαρακτηρίζεται από μία ή περισσότερες διακριτές χρονικές περιόδους όπου εμφανίζονται τα συμπτώματα της κατάθλιψης ενώ πριν και μετά απ’ αυτήν την περίοδο για μήνες ή και χρόνια αυτά τα συμπτώματα απουσιάζουν. Αυτό σημαίνει ότι στην τυπική τους μορφή τα επεισόδια της κατάθλιψης έχουν την τάση να περνάνε από μόνα τους σε διάστημα 6-9 μηνών.
Ωστόσο στην πράξη υπάρχουν και καταθλίψεις που κρατάνε χρόνια ή και όλη την ενήλικη ζωή του ατόμου και έτσι δεν δίνουν καθόλου την εντύπωση του επεισοδίου παρ’ όλο που καταχρηστικά, ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για «χρόνιο καταθλιπτικό επεισόδιο».
Προκειμένου να διαγνωστεί η ύπαρξη καταθλιπτικού επεισοδίου, τα βασικά απαιτούμενα κριτήρια είναι να υπάρχουν τουλάχιστον πέντε συμπτώματα απ’ αυτά που περιγράφονται παρακάτω, για διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων σχεδόν κάθε μέρα. Πρέπει επίσης οπωσδήποτε το ένα τουλάχιστον από τα υποκειμενικά συμπτώματα ή τα αντικειμενικά παρατηρούμενα σημεία να είναι ένα από τα δύο πρώτα. Διάγνωση μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής μπαίνει όταν υπάρχει τουλάχιστον ένα καταθλιπτικό επεισόδιο στο ιστορικό του πάσχοντος.
1. Καταθλιπτική διάθεση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Αυτό μπορεί να το αναφέρει το ίδιο το άτομο (αναφέρει στενοχώρια, λύπη, θλίψη, βάρος στο στήθος κ.λπ.) ή μπορεί ο ίδιος να μην το αισθάνεται, αλλά να το περιγράφουν οι γύρω του (φαίνεται στενοχωρημένος, δακρύζει, κλαίει κ.λπ.). Στην τυπική (μελαγχολική) μορφή της κατάθλιψης η διάθεση είναι χειρότερη το πρωί και καλύτερη προς το βράδυ.
2. Έντονη ελάττωση του ενδιαφέροντος και της ψυχικής όρεξης του ατόμου για εργασία, οικιακά, μελέτη ή άλλες δημιουργικές δραστηριότητες και αδυναμία να πάρει ευχαρίστηση (ανηδονία) από τις περισσότερες δραστηριότητες που έπαιρνε παλιότερα ευχαρίστηση (π.χ. δεν παίρνει χαρά από κοινωνικές συναναστροφές, από το φαί, από το σεξ, από θεάματα, από μουσική, από χόμπι κ.λπ.). Επίσης αυτή την αλλαγή μπορεί να την αναφέρει το ίδιο το άτομο ή να το παρατηρούν οι γύρω του.
3. Σημαντική μεταβολή στην όρεξη για φαγητό (ανορεξία ή υπερβολική όρεξη) και στις διατροφικές συνήθειες (ελαττωμένη ή αυξημένη πρόσληψη τροφής) που οδηγεί αντίστοιχα σε απώλεια ή αύξηση βάρους. Στην τυπική μορφή της κατάθλιψης εμφανίζεται ανορεξία και απώλεια βάρους.
4. Αϋπνία ή υπερυπνία. Στην τυπική μορφή της κατάθλιψης αναπτύσσεται αϋπνία και μάλιστα τύπου πρόωρης αφύπνισης, δηλαδή το άτομο ναι μεν κοιμάται αρκετά εύκολα όταν πέφτει για ύπνο, αλλά μετά από λίγες ώρες ξυπνάει και δυσκολεύεται να ξανακοιμηθεί.
5. Επιβράδυνση της σκέψης, του λόγου και των κινήσεων που δεν οφείλεται σε καμία σωματική ασθένεια αλλά σε ψυχική υποτονικότητα (ψυχοκινητική επιβράδυνση) ή αντίθετα ψυχική υπερδιέγερση διέγερση, νευρικότητα, υπερκινητικότητα, πολλές σκέψεις και λόγια που ανακυκλώνουν παράπονα και ανησυχίες (ψυχοκινητική διέγερση). Το δεύτερο είναι πιο συχνό στους ηλικιωμένους. Στην τυπική κατάθλιψη νέων και μεσήλικων εμφανίζεται ελαττωμένη κινητικότητα. Τα παραπάνω πρέπει να είναι δυνατόν να τα παρατηρήσουν οι άλλοι και όχι απλά να τα αισθάνεται το άτομο.
6. Αίσθημα κόπωσης, εξάντλησης, απώλειας ενέργειας που δεν δικαιολογείται από το έργο που καταβάλλεται.
7. Αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης ή υπερβολικής ή εντελώς αδικαιολόγητης ενοχής (όχι μόνο για το γεγονός ότι κάποιος έχει τα συμπτώματα της κατάθλιψης).
8. Ελάττωση στην ικανότητα για σκέψη ή για συγκέντρωση (π.χ. στην τηλεόραση, στο διάβασμα, σε μία συζήτηση).
9. Επαναλαμβανόμενες σκέψεις γύρω από τον θάνατο, επιθυμία για θάνατο χωρίς αυτοκτονία, ιδέες για αυτοκτονία χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, ιδέες για αυτοκτονία με σχέδιο, απόπειρα αυτοκτονίας.
Εκτός από τα παραπάνω συμπτώματα και σημεία, συχνά στην κατάθλιψη είναι και τα σωματικά ενοχλήματα όπως πονοκέφαλοι, πόνοι στις αρθρώσεις, πόνοι στη μέση, πόνοι στους μυς, κράμπες, μουδιάσματα, μυρμηγκιάσματα, εφιδρώσεις, ναυτία, εμετοί, δυσκοιλιότητα, αίσθημα βάρους στο στήθος τόσο έντονο που προκαλεί την εντύπωση δύσπνοιας, αίσθημα βάρους ή παράλυσης στα άκρα και άλλα.
Τις περισσότερες φορές οι πάσχοντες από τέτοια σωματικά συμπτώματα όταν δεν έχουν επίγνωση της θλίψης ή/και της ανηδονίας τους, είναι σίγουροι ότι πάσχουν από κάποια σωματική ασθένεια, γι αυτό και επισκέπτονται αλλεπάλληλα γενικούς γιατρούς, παθολόγους, ρευματολόγους, γαστρεντερολόγους, νευρολόγους και άλλους γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων εκτός από ψυχίατρο.
Στις περιπτώσεις που ο πάσχων δεν έχει επίγνωση της θλίψης ή της ανηδονίας του και που αυτά κρύβονται κι από τους γύρω του ή τον γιατρό λόγω καλής απώθησής τους στο υποσυνείδητο, δεν πληρούνται τα τυπικά κριτήρια για μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο και άρα για μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Ωστόσο υπάρχει η ανεπίσημη διάγνωση της «λανθάνουσας» κατάθλιψης αν ο γιατρός αποκλείσει σωματικό πρόβλημα και διαπιστώσει άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται στο καταθλιπτικό επεισόδιο εκτός από τα δύο απαραίτητα βασικά της θλίψης και της ανηδονίας που είδαμε πιο πάνω. Πολλές φορές η ορθότητα της αμφίβολης αυτής διάγνωσης επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τέτοια σωματικά συμπτώματα υποχωρούν με τη λήψη φαρμακευτικής αντικαταθλιπτικής αγωγής.
Άλλες διαγνώσεις σχετικές με τον όρο «κατάθλιψη» που συναντάμε αρκετά συχνά είναι η δυσθυμική διαταραχή και η ελάσσων καταθλιπτική διαταραχή. Χοντρικά, αν ένα από τα βασικά συμπτώματα του καταθλιπτικού επεισοδίου (καταθλιπτικό συναίσθημα και ανηδονία) συνυπάρχει με έστω δύο από τα υπόλοιπα για πάνω από δύο χρόνια, τότε μιλάμε για δυσθυμική διαταραχή. Αν τα ίδια ισχύουν για λιγότερο από δύο χρόνια, μιλάμε για έλασσον καταθλιπτικό επεισόδιο και για ελάσσονα καταθλιπτική διαταραχή.
Υπολογίζεται ότι κατάθλιψη έχει πιθανότητες να εμφανίσει έως και το 25% των γυναικών και το 12% των αντρών στη διάρκεια της ζωής τους. Αυτό το ποσοστό ποικίλει από χώρα σε χώρα (τα παραπάνω είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως και ισχύουν για τις ΗΠΑ), αλλά η σχέση γυναικών προς άντρες 2:1 φαίνεται ότι ισχύει σε όλες τις χώρες. Ας σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι έχει υποστηριχθεί από σημαντική μερίδα ειδικών η άποψη ότι αυτή η μεγάλη διαφορά στα ποσοστά της κατάθλιψης μεταξύ αντρών και γυναικών ίσως να μην είναι στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη όσο φαίνεται.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη πολύ περισσότεροι άντρες απ’ αυτούς που καταγράφονται έχουν μία μορφή «λανθάνουσας» κατάθλιψης που δεν εκδηλώνεται πλήρως, διότι οι άντρες καταφεύγουν πιο συχνά στην «αυτο – φαρμακοθεραπεία» υπό την μορφή κατάχρησης αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών. Σ’ αυτή την άποψη συνηγορεί το γεγονός ότι η εξάρτηση από αλκοόλ και άλλες ουσίες εμφανίζεται σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό στους άντρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Η κατάθλιψη είναι η πιο συχνή απ’ όλες τις ψυχικές διαταραχές. Η κατάθλιψη είναι η τρίτη αιτία θανάτου (λόγω αυτοκτονίας) στις ηλικίες από 15-34. Επίσης είναι πολύ συχνή αιτία απουσίας απ’ τη δουλειά (δεύτερη μετά το κοινό κρυολόγημα και τη γρίπη), γι αυτό έχει και μεγάλο κοινωνικο – οικονομικό ενδιαφέρον, πολύ περισσότερο μάλιστα, αφού δείχνει προοπτικές επιδημιολογικής επιδείνωσης.
Έχει βρεθεί ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα σε διαταραχές της νευροδιαβίβασης στον εγκέφαλο και την κατάθλιψη. Η νευροδιαβίβαση είναι το φαινόμενο της επικοινωνίας των νευρικών κυττάρων (των νευρώνων) μεταξύ τους, δηλαδή η μεταβίβαση νευρικών διεγέρσεων από τον έναν νευρώνα στον άλλον. Αυτή η επικοινωνία γίνεται με την μεσολάβηση χημικών ουσιών τις οποίες εκκρίνουν οι νευρώνες και που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Οι νευροδιαβιβαστές που σχετίζονται με την ανάπτυξη κατάθλιψης είναι κυρίως η σεροτονίνη, η νοραδρεναλίνη και η ντοπαμίνη και λιγότερο η ακετυλοχολίνη και το γ-αμινοβουτυρικό οξύ (GABA).
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα πιστεύεται ότι δρουν μέσω της επίδρασής τους στην έκκριση και την διαχείριση των νευροδιαβιβαστών.
Παλιότερα υπήρχαν οι όροι «ενδογενής» και «αντιδραστική» κατάθλιψη που εγκαταλείφθηκαν σταδιακά, γιατί πρακτικά, η ταξινόμηση μίας κατάθλιψης στο ένα ή το άλλο είδος δεν γινόταν να βασιστεί σε κάποια αδιαφιλονίκητα κριτήρια. Ωστόσο θα αναφέρουμε εδώ αυτήν την διάκριση γιατί έχει θεωρητικό ενδιαφέρον αναφορικά με την αιτιολογία της κατάθλιψης.
Με απλά λόγια, ενδογενής εθεωρείτο η κατάθλιψη της οποίας η πρωταρχική αιτία είναι μία διαταραχή στην νευροδιαβίβαση, ανεξάρτητα από τα εξωτερικά ερεθίσματα και τις αντίστοιχες εμπειρίες του ατόμου. Στην άλλη άκρη, η αντιδραστική κατάθλιψη εθεωρείτο εκείνη της οποίας η πρωταρχική αιτία είναι κάποια γεγονότα και οι αντίστοιχες εμπειρίες του ατόμου.
Ας σημειώσουμε ότι και στην αντιδραστική κατάθλιψη, πάλι αναπτύσσεται μία διαταραχή στη νευροδιαβίβαση, αλλά αυτή η διαταραχή είναι δευτερογενές αποτέλεσμα των δυσμενών εμπειριών του ατόμου και όχι πρωταρχικό αίτιο όπως στην ενδογενή κατάθλιψη. Γι αυτό το λόγο και τα δύο είδη κατάθλιψης ανταποκρίνονται καλά στις βιολογικές θεραπείες όπως τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και η ηλεκτροσπασμοθεραπεία.
Ενδείξεις ότι κάποιος πάσχει από αντιδραστική κατάθλιψη είναι οι εξής: Πρώτο, ότι μπορούμε να βρούμε στο ιστορικό του εμφανείς στρεσογόνους παράγοντες στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν (παιδική ηλικία) που δικαιολογούν την ανάπτυξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Δεύτερο, ότι αν και μπορεί να υπάρχουν, δεν είναι τόσο έντονα τα συμπτώματα και τα σημεία που σχετίζονται με το αυτόνομο νευρικό σύστημα όπως η ανορεξία και η απώλεια βάρους, η αϋπνία και η ψυχοκινητική επιβράδυνση ή διέγερση.
Αντίθετα, ενδείξεις υπέρ της ενδογενούς κατάθλιψης είναι η απουσία κάποιων εμφανών στρεσογόνων παραγόντων από τη ζωή του πάσχοντος και η παρουσία ιδιαίτερα έντονων συμπτωμάτων και σημείων ανορεξίας, απώλειας βάρους, αϋπνίας και ψυχοκινητικής επιβράδυνσης ή διέγερσης.
Επίσης στην διάγνωση ενδογενούς κατάθλιψης συνηγορούν η πολύ μεγάλη σοβαρότητα των συμπτωμάτων που αδρανοποιεί τελείως τον πάσχοντα, η απουσία ακόμα και κάποιων στοιχειωδών αφορμών για την ανάπτυξη του καταθλιπτικού επεισοδίου, η ανάπτυξη ψυχωτικών στοιχείων, δηλαδή παράλογων ιδεών που το άτομο πιστεύει ακράδαντα ως αληθείς και ψευδαισθήσεων και τέλος η απουσία επίγνωσης εκ μέρους του πάσχοντος ότι υποφέρει από ψυχική διαταραχή.
Είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις κατάθλιψης συνυπάρχει το ενδογενές με το αντιδραστικό στοιχείο, δηλαδή να πούμε ότι για να προκληθεί ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, χρειάζεται ένας συνδυασμός μίας βιολογικής συνιστώσας και μίας βιωματικής, σε άλλοτε άλλη αναλογία που μπορεί να κυμαίνεται ας πούμε από 10% βιολογική – 90% βιωματική μέχρι 90% βιολογική – 10% βιωματική.
Η προσωπική μου άποψη που αντλώ από την εμπειρία μου, την εμπειρία συναδέλφων και το πόσο καλά ανταποκρίνονται οι πάσχοντες από κατάθλιψη στην ψυχοθεραπεία, είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία, ίσως και το 99% των ανθρώπων που πάσχουν από κατάθλιψη η οποία δεν έχει ψυχωτικά στοιχεία, δεν είναι τόσο σοβαρή ώστε να απαιτεί νοσηλεία και συνοδεύεται από καλού βαθμού εναισθησία [1], βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο άκρο της αντιδραστικής, παρά σ’ αυτό της ενδογενούς κατάθλιψης.
[1] Εναισθησία είναι η συνειδητή αναγνώριση εκ μέρους ενός ανθρώπου ότι πάσχει από μία ψυχική διαταραχή, ότι κάτι δεν πάει καλά δηλαδή με την ψυχική του υγεία.
Η οδός μέσω της οποίας οι εμπειρίες, αρχικά εμπειρίες του ατόμου στην παιδική του ηλικία, θέτουν το υπόβαθρο της «αντιδραστικής» κατάθλιψης είναι η διαμόρφωση αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό, του τύπου «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «δεν αξίζω να με υπολογίζουν», «δεν αξίζω να με σέβονται», «είμαι κατώτερος», «είμαι αδύναμος», «είμαι ανήμπορος» κ.λπ..
Αυτές οι πεποιθήσεις αναπτύσσονται στο υποσυνείδητο του παιδιού, σε γενικές γραμμές γιατί μεγαλώνει σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχει στον βαθμό που χρειάζεται κλίμα αγάπης και ασφάλειας και με ανθρώπους (συνήθως γονείς) από τους οποίους δεν παίρνει αρκετή φροντίδα, τρυφερότητα και αγάπη ή υφίσταται διακρίσεις σε σχέση με τ’ αδέλφια του ή παίρνει αγάπη, αλλά με λάθος τρόπο.
Λάθος τρόπος μπορεί να είναι ένας από τους παρακάτω:
-Η αγάπη υπό όρους, δηλαδή όχι γι αυτό που είναι, αλλά για τις αρετές του ή την καλή του συμπεριφορά που κάνει το παιδί να πιστέψει «αν δεν είμαι τέλειος στα μαθήματα ή στην συμπεριφορά μου ή στην εμφάνιση, δεν αξίζω τίποτα, κανένας δεν θα μ’ αγαπάει
-Οι διακρίσεις σε σχέση με τ’ αδέλφια του, δηλαδή να δίνονται περισσότερη προσοχή, χρόνος, έπαινοι κ.λπ. στο ένα παιδί σε σχέση με το άλλο. Αυτό οι γονείς το κάνουν τις περισσότερες φορές ασυνείδητα και δυσκολεύονται να το παραδεχθούν, όμως είναι πολύ συχνό φαινόμενο.
-Χωρίς σεβασμό προς την ελευθερία και την αυτονομία του παιδιού ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης κατανόησης του τι σημαίνει να βάζουμε όρια στο παιδί, να του δείχνουμε ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι κοινωνικά και τι σημαίνει να το προστατεύουμε.
– Επίσης όταν η αγάπη προέρχεται από έναν γονέα ο οποίος είναι ο ίδιος αγχώδης και υπερπροστατευτικός, στο παιδί φτάνει διαρκώς το μήνυμα «είσαι σε κίνδυνο, είσαι αδύναμος χωρίς την προστασία μου, είσαι ανίκανος να προστατεύσεις τον εαυτό σου» και το παιδί ενσωματώνει μέσα του την πεποίθηση «είμαι αδύναμος και ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου εν μέσω ενός κόσμου γεμάτου κινδύνους».
Για περισσότερα πάνω θέμα της βαθύτερης αιτίας των ψυχικών διαταραχών, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;»
Οι αρνητικές πεποιθήσεις που διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία ενεργοποιούνται στην ενήλικη με κάποιο ερέθισμα όπως ένας χωρισμός, μία κακή ερωτική σχέση, έλλειψη φίλων, οικονομικές δυσκολίες, απώλεια εργασίας κ.λπ. και οδηγούν σε επεισόδιο κατάθλιψης. Πάντα; Όχι. Κάποιοι με αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους θα αναπτύξουν κατάθλιψη, κάποιοι γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, κάποιοι ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κάποιοι διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία, κάποιοι εξάρτηση από ουσίες, κάποιοι μία άλλη συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή και κάποιοι άλλοι (πάνω από 50% αυτού του συνόλου) δεν θα αναπτύξει καμία τυπική ψυχική διαταραχή απ’ αυτές που περιγράφουν τα βιβλία ψυχιατρικής, αλλά καθώς θα ταλαιπωρούνται συχνά από δυσάρεστα συναισθήματα και άλλα ψυχικά ή ψυχοσωματικά συμπτώματα, δεν θα αισθάνονται ψυχικά υγιείς.
Εδώ είναι που μπαίνει πιθανά ο ρόλος των βιολογικών παραγόντων στην πρόκληση της κατάθλιψης αλλά και άλλων ψυχικών διαταραχών. Ένας άνθρωπος που έχει μία βιολογική ροπή προς την κατάθλιψη, με το υπόβαθρο των αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό του, θα έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να εκδηλώσει κατάθλιψη απ’ ό,τι κάποιος που δεν έχει αυτήν την ροπή, αλλά έχει μία άλλη.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πορεία της διαταραχής του καθορίζεται από τους βιολογικούς παράγοντες. Οι βιολογικοί παράγοντες στη συντριπτική πλειοψηφία των ψυχικών διαταραχών που είναι εξωνοσοκομειακές, χωρίς ψυχωτικά στοιχεία και με εναισθησία, περισσότερο καθορίζουν τη μορφή της ψυχικής διαταραχής παρά την ουσία της.
Η ουσία της, το αν θα υπάρξει δηλαδή γενικά διαταραχή της ψυχικής υγείας ή όχι, καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τον βαθμό ύπαρξης αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό που με τη σειρά του εξαρτάται από τις παιδικές εμπειρίες του ατόμου και το επίπεδο αυτοσυνείδησης/ ευαισθησίας του (βλ σχετικά τα άρθρα «Ποια είναι η αιτία των ψυχικών διαταραχών;» και «Τι είναι η ευαισθησία και πώς επηρεάζει την αυτοεκτίμησή μας»)
Ψυχοθεραπευτική
Αν θέλουμε να μιλάμε για μία ριζική θεραπεία της κατάθλιψης που πάει στην βαθύτερη αιτία της, αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει την απελευθέρωση του ατόμου από τις αρνητικές πεποιθήσεις που συντηρεί υποσυνείδητα κυρίως για τον εαυτό του, αφού φυσικά πρώτα τις κάνει συνειδητές και τις αναγνωρίσει.
Σύμφωνα με αυτά που είπαμε πιο πάνω, στη συντριπτική πλειοψηφία των εξωνοσοκομειακών, μη ψυχωτικών, με εναισθησία καταθλίψεων η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση θα δώσει έστω μακροπρόθεσμα τη λύση. Ωστόσο πολλές φορές η φαρμακευτική αντιμετώπιση είναι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαραίτητη και ιατρικώς επιβεβλημένη, μέχρι να μπορέσει να έχει αποτελέσματα η ψυχοθεραπεία και προς αποφυγή της αυτοκτονίας. Σχετικά με την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση μπορείτε να διαβάσετε άρθρα στις ενότητες «Απαντήσεις σε ερωτήσεις» και «Μύθοι προς διερεύνηση» (μπορείτε να τις ανοίξετε από δω ή από την αρχική σελίδα).
Φαρμακευτική
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στοχεύει σε μία από τις αιτιολογικές της συνιστώσες, την βιολογική. Στις περισσότερες εξωνοσοκομειακές, μη ψυχωτικές, συνοδευόμενες από επίγνωση περιπτώσεις μπορούμε να πούμε ότι είναι μάλλον ανακουφιστική παρά ουσιαστικά θεραπευτική, αφού αφήνει ανέγγιχτο τον παράγοντα «αυτοεικόνα» ο οποίος είναι και ο πιο σημαντικός. Ωστόσο η φαρμακευτική αντιμετώπιση φέρνει αποτελέσματα σε επίπεδο συμπτωμάτων, διότι όπως είπαμε και πιο πάνω στην αιτιολογία της κατάθλιψης, ακόμα και οι αντιδραστικές καταθλίψεις εκφράζονται βιολογικά με διαταραχή στη νευροδιαβίβαση, άσχετα αν αυτή η διαταραχή δεν είναι το πρωταρχικό αίτιο.
Το πρόβλημα με την φαρμακευτική αντιμετώπιση είναι ότι πολύ συχνά όταν η αγωγή διακόπτεται, αλλά ακόμα και υπό αγωγή, η κατάθλιψη υποτροπιάζει. Τα ποσοστά υποτροπής αυξάνουν όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα της διακοπής και ξεκινούν από 70% στα δύο χρόνια διακοπής, φτάνοντας στο 90% στα πέντε χρόνια διακοπής. Αυτά τα ποσοστά δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν σύμφωνα με όσα είπαμε για την αιτιολογία της κατάθλιψης πιο πάνω.
Στο κάτω-κάτω της γραφής τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν διορθώνουν πραγματικά το όποιο βιολογικό ελάττωμα, δεν αίρουν το αίτιο της προβληματικής νευροδιαβίβασης, απλά υποκαθιστούν τη λειτουργία των ελαττωματικών νευρώνων• (όπως κάνουν π.χ. τα φάρμακα που διεγείρουν το ελαττωματικό πάγκρεας του διαβητικού ασθενούς να εκκρίνει ινσουλίνη: δεν θεραπεύουν τον διαβήτη, δεν θεραπεύουν το πάγκρεας, γι αυτό και αν ο ασθενής δεν πάρει τα φάρμακά του, το σάκχαρο ανεβαίνει ξανά).
Πιο αξιοπερίεργο είναι γιατί δεν υποτροπιάζει πάντα η κατάθλιψη μετά την διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, ωστόσο υπάρχουν λόγοι γι αυτό.
Μπορεί κατά το διάστημα της λήψης των φαρμάκων και χάρη στην καλύτερη ψυχική διάθεση που του εξασφαλίζουν αυτά, να βρει το κουράγιο να κάνει πράγματα όπως π.χ. να πιάσει μια δουλειά, να αλλάξει μία δουλειά που δεν του άρεσε, να φύγει από μία δυσλειτουργική σχέση ή να κάνει μία σχέση ενώ δεν είχε, να δραστηριοποιηθεί κοινωνικά κ.λπ.. Ως συνέπεια αυτών των αλλαγών θα νοιώθει καλύτερα και θα έχει λιγότερες αφορμές να ξαναπάθει κατάθλιψη.
Άλλωστε πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος της σημαντικότερης ψυχικής άμυνας του ανθρώπου, της απώθησης, που κρατά στο υποσυνείδητο διάφορα δυσάρεστα συναισθήματα (που συνδέονται με τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό που είπαμε πιο πάνω). Μπορούμε να πούμε ότι ένα καταθλιπτικό επεισόδιο εμφανίζεται όταν οι μηχανισμοί απώθησης υποχωρούν μπροστά σε κάποια στρες, αλλά αν τους δοθεί ένα διάστημα φαρμακευτικής υποστήριξης, συχνά αποκαθίστανται έτσι ώστε μετά την διακοπή των φαρμάκων, να είναι έτοιμοι ξανά να παίξουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους.
Τέλος πολύ σημαντικός παράγων και δείκτης πολύ καλής πρόγνωσης για την πορεία του πάσχοντος μετά την διακοπή των φαρμάκων είναι το εξής: Κατά το διάστημα της φαρμακευτικής αγωγής και χάρη στην ανακούφισή του από τα δυσάρεστα συναισθήματα, το άτομο να υιοθετήσει σιγά-σιγά έναν πιο θετικό, αισιόδοξο και ενδεχομένως πιο «φιλοσοφημένο» τρόπο σκέψης που στη συνέχεια τον προφυλάσσει από υποτροπή της κατάθλιψης.
Θα πρέπει να πούμε ότι την απόφαση για το αν κάποιος που πάσχει από κατάθλιψη θα βασιστεί για τη θεραπεία του μόνο στα φάρμακα ή σε φάρμακα και ψυχοθεραπεία (όπου είναι ιατρικώς απαραίτητα τα φάρμακα) ή μόνο σε ψυχοθεραπεία (αν τα φάρμακα δεν είναι ιατρικώς απαραίτητα), ανήκει στον ίδιο τον πάσχοντα.
Εξαρτάται δε από το κατά πόσον θέλει να θεραπεύσει ριζικά τον εαυτό του μέσω της διάλυσης της αρνητικής αυτοεικόνας, μέσω δηλαδή της αυτογνωσίας, ώστε με αφορμή αυτήν την αναποδιά να προοδεύσει η εξέλιξη της ψυχής του προσεγγίζοντας καταστάσεις ύπαρξης αληθινά ευτυχισμένες ή αν απλά θέλει να απαλλαγεί από τον πόνο της κατάθλιψης, στέλνοντας ξανά στο υποσυνείδητο την αρνητική του αυτοεικόνα.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα τριών συγκεκριμένων χημικών κατηγοριών θεωρούνται από την συντριπτική πλειοψηφία των ψυχιάτρων ως φάρμακα πρώτης εκλογής για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης:
α) Οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (Selective Serotonin Reuptake Inhibitors – SSRIs) όπως η φλουοξετίνη (Πρωτότυπο σκεύασμα Ladose στην Ελλάδα και Prozac στις Η.Π.Α.), η παροξετίνη (Seroxat), η σιταλοπράμη (Seropram), η εσιταλοπράμη (Cipralex), η φλουβοξαμίνη (Dumyrox) και η σερτραλίνη (Zoloft).
β) Οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νοραδρεναλίνης (Serotonin Norepinephrine Reuptake Inhibitors – SNRIs) όπως η φλουβοξαμίνη (Efexor) και η ντουλοξετίνη (Cymbalta).
γ) Το Ειδικό/ Νοραδρενεργικό Σεροτονεργικό Αντικαταθλιπτικό (Noradrenergic/ Specific Serotonergic Antidepressant – NaSSA), η μιρταζαπίνη (Remeron).
Τα φάρμακα αυτά χρειάζονται περίπου 2 με 4 εβδομάδες για να δράσουν και σε γενικές γραμμές βοηθούν περίπου το 60% – 70% των πασχόντων να βρουν βελτίωση στα συμπτώματά τους τουλάχιστον σε βαθμό 50% (όπως ορίζεται η «ανταπόκριση» στη θεραπεία).
Ωστόσο αν μία φαρμακευτική αγωγή αποτύχει, μπορούμε να αυξήσουμε τη δόση του φαρμάκου, να αλλάξουμε το φάρμακο ή να χρησιμοποιήσουμε συνδυασμούς δύο ή και τριών φαρμάκων αντικαταθλιπτικών και άλλων φαρμάκων που ενισχύουν τη δράση των αντικαταθλιπτικών. Αν έχουμε ένα διάστημα π.χ. 6 μηνών για να κάνουμε αυτές τις αλλαγές, τότε το ποσοστό ανταπόκρισης της κατάθλιψης στα φάρμακα ανεβαίνει από το 60% – 70% στο 90%.
Το χρονικό αυτό διάστημα συντομεύει αρκετά αν κάνουμε επιλογές και αλλαγές φαρμάκων βασισμένες στο γενετικό προφίλ του πάσχοντος μετά από εξετάσεις DNA οι οποίες όμως κοστίζουν αρκετά ακριβά (περί τα 500 με 600 ευρώ).
Η διάρκεια της θεραπείας είναι τουλάχιστον 6 μήνες (για ήπιες καταθλίψεις). Ωστόσο πολλοί ψυχίατροι συστήνουν την λήψη της αγωγής για 1 χρόνο ή και περισσότερο ανάλογα με την βαρύτητα της κατάθλιψης, γιατί έχει βρεθεί πως μεγαλύτερης διάρκειας θεραπείες συνοδεύονται από μικρότερα ποσοστά υποτροπής (κάτι που μπορεί να σχετίζεται με την εξήγηση που δώσαμε πιο πάνω για την μη υποτροπή της κατάθλιψης).
Οι παρενέργειες των SSRIs και των SNRIs είναι πολλές, όμως οι συνηθέστερες είναι ότι προκαλούν πονοκέφαλο, ναυτία και άλλες διαταραχές από το πεπτικό, κάνουν τα χέρια να τρέμουν ελαφρά όταν κάποιος τα χρησιμοποιεί, προκαλούν υπερδιέγερση, νευρικότητα και άγχος και παρεμβαίνουν στις λειτουργίες τις σχετικές με το σεξ, όπως προκαλούν διαταραχές στύσης, παρεμποδίζουν την έλευση του οργασμού ή ελαττώνουν την όρεξη για σεξ.
Οι περισσότερες απ’ αυτές τις παρενέργειες είναι αντιμετωπίσιμες με φάρμακα και υποχωρούν μέσα σε 2 με 4 εβδομάδες θεραπείας. Εξαίρεση αποτελούν οι παρενέργειες που σχετίζονται με τη σεξουαλική λειτουργία οι οποίες μερικές φορές επιμένουν για μήνες ή και καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας και είναι μόνο εν μέρει αντιμετωπίσιμες με φάρμακα.
Η μιρταζαπίνη (NaSSA) διαφέρει σημαντικά από τα SSRIs και τα SNRIs αναφορικά με το προφίλ παρενεργειών της. Δεν προκαλεί υπερδιέγερση, νευρικότητα και άγχος (αντίθετα έχει κατευναστική δράση), δεν προκαλεί διαταραχές της σεξουαλικής λειτουργίας και δεν προκαλεί διαταραχές από το πεπτικό ή πονοκέφαλο. Ωστόσο προκαλεί σχεδόν κατά κανόνα έντονη υπνηλία που επιμένει συνήθως και το πρωί παρ’ όλο που το φάρμακο χορηγείται το βράδυ και σημαντική αύξηση βάρους λόγω του ότι ανοίγει την όρεξη για υδατάνθρακες (ζυμαρικά και γλυκά).
Η πρωινή υπνηλία υποχωρεί μετά από 2-3 εβδομάδες θεραπείας και μπορεί να είναι λιγότερη αν κάποιος πάρει το φάρμακο όχι ακριβώς πριν την βραδινή κατάκλιση, αλλά λίγες ώρες πριν• αναφορικά με την πρόσληψη βάρους, συνήθως χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκράτηση και πολλή προσοχή στη διατροφή για να μην πάρει κάποιος βάρος υπό την φαρμακευτική αγωγή με μιρταζαπίνη.
Υπάρχουν και άλλες κατηγορίες αντικαταθλιπτικών φαρμάκων που δεν χρησιμοποιούνται τόσο ευρέως και των οποίων η αναφορά εδώ ξεφεύγει από τους στόχους μίας περιληπτικής αναφοράς στην κατάθλιψη και την θεραπεία της.
Αξίζει μόνο εδώ να σημειώσουμε μία κατηγορία φαρμάκων, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά που από την δεκαετία του ’60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 οπότε επιβλήθηκε η καινοτόμος τότε φλουοξετίνη (Ladose στην Ελλάδα, Prozac στις Η.Π.Α.) ήταν η πρώτη επιλογή κάθε ψυχιάτρου για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει πολλά φάρμακα από τα οποία αυτό που χρησιμοποιήθηκε πιο ευρέως ιδίως στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι η κλομιπραμίνη (Anafranil).
Η κλομιπραμίνη χρησιμοποιείται ακόμα ως φάρμακο δεύτερης ή τρίτης εκλογής όταν τα υπόλοιπα αποτυγχάνουν, και από πολλούς ψυχιάτρους θεωρείται πιο αποτελεσματική από τα νεότερα αντικαταθλιπτικά στις σοβαρές καταθλίψεις. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά παραγκωνίστηκαν από τα νεότερα λόγω του ότι τα τρικυκλικά έχουν περισσότερες και εντονότερες παρενέργειες από τα νεότερα και όχι γιατί έχουν μικρότερη ή βραδύτερη αποτελεσματικότητα. Οι συνηθέστερες παρενέργειές τους είναι ότι πλέον των παρενεργειών που αναφέρθηκαν για τα SSRIs και τα SNRIs, προκαλούν έντονη ξηροστομία και δυσκοιλιότητα και η σοβαρότερη (αν και όχι τόσο συχνή) ότι διαταράσσουν την καρδιακή λειτουργία.