Στην ψυχιατρική, το άγχος θεωρείται ψυχική διαταραχή («Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή») όταν πληροί κάποια ελάχιστα κριτήρια τα σημαντικότερα απ’ τα οποία είναι τα παρακάτω:
Πρώτο, το κριτήριο της διάρκειας: Το άγχος πρέπει να συμβαίνει τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας, τις περισσότερες ώρες της ημέρας για τουλάχιστον έξι μήνες απέναντι σε ποικιλία ερεθισμάτων ή και χωρίς προφανή λόγο.
Δεύτερο, το κριτήριο της αδυναμίας ελέγχου του άγχους: Το άτομο πρέπει να δυσκολεύεται να ηρεμήσει τον εαυτό του.
Τρίτο, το κριτήριο της σοβαρότητας: Το άγχος ή τα σωματικά συμπτώματα που το συνοδεύουν πρέπει να προκαλούν στο άτομο σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή προβλήματα σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του (επαγγελματικό, οικονομικό, κοινωνικό, ερωτικό κ.λπ..).
Τέταρτο, το κριτήριο των συνοδών συμπτωμάτων: Το άτομο πρέπει να έχει εκτός απ’ αυτό καθ’ αυτό το άγχος τουλάχιστον τρία από μία σειρά από τα παρακάτω συμπτώματα:
– Αίσθημα έντασης και ετοιμότητας για δράση χωρίς προφανή λόγο και χωρίς οι περιστάσεις να το απαιτούν πραγματικά, τουλάχιστον όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό.
-Εύκολη κόπωση. Το άτομο νοιώθει συχνά κουρασμένο με δυσανάλογα μικρή παραγωγή έργου.
-Δυσκολία συγκέντρωσης. Το άτομο δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί σε μία δραστηριότητα, να διαβάσει, να παρακολουθήσει τηλεόραση, να προσέξει τον συνομιλητή του (το μυαλό του φεύγει πολύ συχνά και πάει αλλού), κάτι που του το επισημαίνουν συχνά οι άλλοι. Επίσης μπορεί να νοιώθει πολλές φορές το μυαλό του άδειο παρ’ όλο που θέλει να σκεφθεί ή να θυμηθεί κάτι που σημαίνει δυσκολία συγκέντρωσης σε σκέψεις.
Αυτή η δυσκολία συγκέντρωσης μπορεί να επιφέρει φαινομενικά και προβλήματα στη μνήμη, δηλαδή κάποιος να ξεχνάει συχνά διάφορα πράγματα που έχει να κάνει ή που του είπανε ή που διάβασε κ.λπ.. Έχει σημασία να τονιστεί ότι τα προβλήματα στη μνήμη επί εδάφους άγχους δεν είναι πραγματικά, αλλά αποτέλεσμα της δυσκολίας στη συγκέντρωση. Δεν έχουν καμία σχέση με άλλα, νευρολογικά ελαττώματα στην διαδικασία της απομνημόνευσης και της ανάκλησης πληροφοριών και εμπειριών και είναι πλήρως αναστρέψιμα με την θεραπεία του άγχους.
– Ευερεθιστότητα. Το άτομο εκνευρίζεται και θυμώνει εύκολα και δυσανάλογα προς τα ερεθίσματα, είναι ανυπόμονο, «του φταίνε» διάφορα και δεν μπορεί να ησυχάσει κ.λπ..
– Μυϊκή τάση. Το άτομο νοιώθει τους μύες του σώματός του σφιγμένους και δυσκολεύεται ή αδυνατεί να τους χαλαρώσει. Όταν το άγχος γίνεται πολύ έντονο, μπορεί να νοιώθει ότι τρέμει ή όντως να τρέμει ολόκληρο το σώμα, σαν να έχει ρίγος από πυρετό ή να τρέμουν μόνο τα χέρια ή τα πόδια του. Συχνά οι μύες πονούν ή είναι ευαίσθητοι όταν τους πιέζει σε συγκεκριμένα σημεία. Οι μύες του προσώπου και του υπόλοιπου κεφαλιού επίσης είναι συχνά σφιγμένοι κάτι που αποτυπώνεται στις εκφράσεις του προσώπου του και προκαλεί πονοκεφάλους (κεφαλαλγία εκ τάσεως).
– Διαταραχή ύπνου. Το πιο σύνηθες στην αμιγή γενικευμένη αγχώδη διαταραχή (αυτή που δεν συνοδεύεται από άλλες διαταραχές όπως η κατάθλιψη), είναι το άτομο να δυσκολεύεται στο να το πάρει ο ύπνος (αϋπνία τύπου επελεύσεως) ή/και ταραγμένος ύπνος με μία ή πολλές διακοπές μέχρι την τελική αφύπνιση. Λιγότερο συχνά η αϋπνία είναι τύπου πρόωρης αφύπνισης, δηλαδή το άτομο ξυπνά μετά από λίγες ώρες ύπνου και μετά αδυνατεί να κοιμηθεί ξανά, όσο κι αν μείνει στο κρεβάτι.
Άλλα συμπτώματα που μπορεί να συνοδεύουν το άγχος και που μπορεί ακόμα και να το επιδεινώνουν σημαντικά γιατί εκλαμβάνονται ως δείγματα σωματικής ασθένειας είναι τα εξής:
Ταχυκαρδία ή αίσθημα καρδιακών παλμών ή κάψιμο ή πόνος στην καρδιά (συχνά το άτομο ανησυχεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα η καρδιά του), αίσθημα κόμπου στο λαιμό (οδηγεί μερικές φορές σε σκέψεις ανησυχίας ότι υπάρχει κάποιο πραγματικό εμπόδιο στην αναπνοή ή στην κατάποση, όπως π.χ. η κακοήθης διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα).
Κοιλιακοί πόνοι, κάψιμο στο στομάχι (από υπερέκκριση υδροχλωρικού οξέος ή από είσοδο της χολής από το λεπτό έντερο προς το στομάχι λόγω χαλάρωσης του πυλωρο-δωδεκαδακτυλικού σφιγκτήρα που κανονικά απαγορεύει τέτοια παλινδρόμηση) που προκαλούν ανησυχία ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο στομάχι ή στο έντερο.
Κάψιμο πίσω από το στέρνο (από την είσοδο υδροχλωρικού οξέος από το στομάχι στον οισοφάγο λόγω χαλάρωσης του γαστρο-οισοφαγικού σφιγκτήρα που κανονικά απαγορεύει τέτοια κίνηση) που προκαλεί ανησυχία ότι υπάρχει πρόβλημα στην καρδιά.
Διάρροια, ναυτία που προκαλούν ανησυχία ότι υπάρχει πρόβλημα υγείας στο στομάχι ή στο έντερο.
Αίσθημα νοητικής θόλωσης ή βαριού κεφαλιού που προκαλεί ανησυχία ότι υπάρχει πρόβλημα στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή στην οξυγόνωση του εγκεφάλου.
Συμπτώματα άγχους που συνήθως δεν ανησυχούν το άτομο ότι είναι δείγματα σωματικού προβλήματος γιατί είναι ευρέως γνωστά στον κόσμο ως συμπτώματα άγχους, είναι τα κρύα ή/και υγρά χέρια, οι εφιδρώσεις χωρίς να το δικαιολογεί η θερμοκρασία («μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας»), εύκολο και υπερβολικό ξάφνιασμα.
Υπολογίζεται ότι άγχος ως ψυχιατρική διαταραχή (Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή) έχει πιθανότητες να εμφανίσει το 5% του πληθυσμού στη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο το άγχος ως μεμονωμένο σύμπτωμα που υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής μας είναι πολύ πιο συχνό στην καθημερινότητα.
Το άγχος είναι μία μορφή φόβου, όμως διαφέρει σαφώς ποιοτικά απ’ αυτό καθ’ αυτό το συναίσθημα του αδρού φόβου, γι αυτό άλλωστε και υπάρχει ειδική λέξη γι αυτό.
Άλλη ποιότητα έχει ο φόβος υπό τη μορφή άγχους που νοιώθει κάποιος όταν δίνει π.χ. εξετάσεις ή στη δουλειά του ή στις συναναστροφές του με μη οικείους ή όταν δεν του φτάνει ο χρόνος να προλάβει την πτήση του ή η οικονομική στενότητα ή όταν έχει ένα πρόβλημα υγείας και άλλο ο φόβος – καθαρός, αδρός φόβος που νοιώθει όταν του γαβγίζει ένα αδέσποτο σκυλί, ή όταν κάνει σεισμό ή όταν ένας διαρρήκτης μπαίνει στο διαμέρισμά του ή όταν μπαίνει απρόσεκτα στο αντίθετο ρεύμα της κυκλοφορίας για να κάνει μία προσπέραση και βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα άλλο αυτοκίνητο.
Τι είναι λοιπόν το άγχος; Σε τι διαφέρει από τον αδρό φόβο; Μια παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε βασιζόμενοι στα παραπάνω παραδείγματα είναι ότι στον αδρό φόβο υπάρχει εμφανής άμεσος κίνδυνος για το σώμα μας να βλαφτεί, να πονέσει ή και να πεθάνει ενώ στις περιπτώσεις άγχους τέτοιος άμεσος κίνδυνος απουσιάζει.
Υπάρχει όμως άμεσος κίνδυνος να πονέσουμε ψυχικά.
Κάθε φορά που βρισκόμαστε σε μία αγχωτική κατάσταση σαν αυτές που είδαμε παραπάνω, εκείνο που φοβόμαστε δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η αρνητική έκβαση της κατάστασης (τότε θα νοιώθαμε καθαρόαιμο, αδρό φόβο), αλλά τον βαθύ ψυχικό πόνο που τείνει να πυροδοτήσει αυτή η αρνητική έκβαση.
Δηλαδή κάποιος που νοιώθει άγχος, δεν φοβάται αυτή καθ’ αυτήν την απώλεια της πτήσης του αεροπλάνου ή την αποτυχία στις εξετάσεις ή την απόρριψη σε μία κοινωνική αλληλεπίδραση ή την οικονομική ανέχεια ή τη σωματική ασθένεια ή αυτό καθ’ αυτό το να κάνει λάθος στη δουλειά του, αλλά τον βαθύ ψυχικό πόνο που μπορεί να εγείρουν μέσα του αυτά τα γεγονότα αν συμβούν. Αν όντως φοβόταν αυτά καθ’ αυτά τα γεγονότα, τότε δεν θα ένοιωθε άγχος, αλλά αδρό φόβο.
Ο βαθύς ψυχικός πόνος που αποτελεί το αντικείμενο του φόβου στο άγχος με τη σειρά του έχει ως πραγματική αιτία διάφορες αρνητικές πεποιθήσεις οι οποίες διεγείρονται με αφορμή το όποιο αρνητικό γεγονός ή την πιθανότητα να συμβεί.
Αν χάσουμε το αεροπλάνο, θα διεγερθούν μέσα μας πεποιθήσεις όπως «είμαι επιπόλαιος ή είμαι αμελής (δεν φρόντισα να είμαι στην ώρα μου)», «είμαι αδύναμος, ανήμπορος (δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω)», «δεν αξίζω ή δεν μπορώ να έχω την εύνοια του Θεού [1] ή της Τύχης (αφού μου έτυχε το τάδε εμπόδιο που μ’ έκανε να καθυστερήσω)» κ.λπ..
[1] Η έννοια της ύπαρξης κάποιας ανώτερης δύναμης που καθορίζει τις ζωές μας υφίσταται στο ασυνείδητο όλων των ανθρώπων (συλλογικό ασυνείδητο), άσχετα απ’ το αν πιστεύουν συνειδητά στον Θεό ή όχι. Μπορεί κάποιοι να βάζουν στη θέση του Θεού την Τύχη ή την Μοίρα ή την Φύση ή τους Φυσικούς Νόμους ή και τίποτα. Πάντως δεν μπορεί ένας άνθρωπος να μην έχει βαθιά μέσα του (έστω κι αν συνειδητά και λογικά την αποκηρύττει) την πεποίθηση της ύπαρξης μιας ανώτερης απ’ αυτόν δύναμης η οποία τον δημιούργησε και έχει κατά κάποιον τρόπο μία ευθύνη για την πορεία της ζωής του.
Αν τα οικονομικά μας δεν πάνε καλά, ενεργοποιούνται πεποιθήσεις όπως «είμαι ανίκανος (αφού βρέθηκα να έχω οικονομικά προβλήματα)», «είμαι αμελής, επιπόλαιος (αφού δεν προνόησα ώστε να αποφύγω τα οικονομικά προβλήματα)», «είμαι αδύναμος, ανήμπορος (αφού δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω)», «δεν αξίζω ή δεν μπορώ να έχω την εύνοια του Θεού ή της Τύχης (αφού με οδήγησε σ’ αυτήν την κατάσταση οικονομικών δυσκολιών)».
Αν σε μία κοινωνική αλληλεπίδραση κάποιος σχηματίσει αρνητική γνώμη για μας, πυροδοτούνται πεποιθήσεις όπως «είμαι ανάξιος να με αποδέχονται», «είμαι αντιπαθής», «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «είμαι χαζός, αδιάφορος, βαρετός» κ.λπ..
Αν αποδειχθεί ότι πάσχουμε από μία ασθένεια, θα διεγερθούν πεποιθήσεις όπως «είμαι αδύναμος, είμαι ανήμπορος (απέναντι στην ασθένεια)», «δεν αξίζω την αγάπη του Θεού ή την εύνοια της Τύχης (αφού μου συνέβη η ασθένεια)», «δεν αξίζω την αγάπη και την στήριξη των ανθρώπων (κάτι που θα φανεί τώρα που τους έχω ανάγκη λόγω της ασθένειας)» κ.λπ..
Ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των πεποιθήσεων είναι η πεποίθηση «δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα» (για να προλάβω την πτήση μου, για τα οικονομικά μου, για να γίνω αποδεκτός, για την υγεία μου κ.λπ.).
Τέτοιου τύπου αρνητικές πεποιθήσεις σαν αυτές που είδαμε πιο πάνω, αναπτύσσονται για πρώτη φορά στο υποσυνείδητο του παιδιού, σε γενικές γραμμές λόγω του ότι δεν υπάρχει στο σπίτι κλίμα αγάπης και ασφάλειας λόγω κακής σχέσης μεταξύ των γονέων ή/και λόγω του ότι δεν παίρνει από τους γονείς του αρκετή φροντίδα, τρυφερότητα και αγάπη ή παίρνει αυτά τα στοιχεία, αλλά με λάθος τρόπο.
Λάθος τρόπος μπορεί να είναι ένας από τους παρακάτω:
-Η αγάπη υπό όρους, δηλαδή όχι γι αυτό που είναι, αλλά για τις αρετές του ή την καλή του συμπεριφορά που κάνει το παιδί να πιστέψει «αν δεν είμαι τέλειος στα μαθήματα ή στην συμπεριφορά μου ή στην εμφάνιση, δεν αξίζω τίποτα, κανένας δεν θα μ’ αγαπάει.
-Οι διακρίσεις σε σχέση με τ’ αδέλφια του, δηλαδή να δίνονται περισσότερη προσοχή, χρόνος, έπαινοι κ.λπ. στο ένα παιδί σε σχέση με το άλλο. Αυτό οι γονείς το κάνουν τις περισσότερες φορές ασυνείδητα και δυσκολεύονται να το παραδεχθούν, όμως είναι πολύ συχνό φαινόμενο.
-Χωρίς σεβασμό προς την ελευθερία και την αυτονομία του παιδιού ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης κατανόησης του τι σημαίνει να βάζουμε όρια στο παιδί, να του δείχνουμε ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι κοινωνικά και τι σημαίνει να το προστατεύουμε.
– Επίσης όταν η αγάπη προέρχεται από έναν γονέα ο οποίος είναι ο ίδιος αγχώδης και υπερπροστατευτικός, στο παιδί φτάνει διαρκώς το μήνυμα «είσαι σε κίνδυνο, είσαι αδύναμος χωρίς την προστασία μου, είσαι ανίκανος να προστατεύσεις τον εαυτό σου» και το παιδί ενσωματώνει μέσα του την πεποίθηση «είμαι αδύναμος και ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου εν μέσω ενός κόσμου γεμάτου κινδύνους».
Για περισσότερα πάνω θέμα της βαθύτερης αιτίας των ψυχικών διαταραχών, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;»
Οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας στο υποσυνείδητό μας λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις, διότι το υποσυνείδητο δεν επεξεργάζεται τα δεδομένα με διαβαθμίσεις. Ένα μέρος μέσα μας δηλαδή πιστεύει ότι είμαστε απόλυτα κάτι το αρνητικό, π.χ. ανίκανοι, αμελείς, ανάξιοι, αδύναμοι κ.ά. και όχι μόνο μερικά. Ως εκ τούτου αυτές οι αρνητικές πεποιθήσεις συνδέονται με τεράστιο, βαθύ ψυχικό πόνο που παλεύουμε να αποφύγουμε να βιώσουμε· ο φόβος της βίωσης αυτού του πόνου (και ενδεχομένως του θυμού ή του φόβου που συνδέονται μ’ αυτόν τον πόνο) συνιστά το άγχος.
Το άγχος λοιπόν είναι σε τελευταία ανάλυση φόβος να μη νοιώσουμε βαθύ ψυχικό πόνο εξ’ αιτίας της πλήρους ενεργοποίησης αρνητικών πεποιθήσεων που έχουμε για τον εαυτό μας μέσα μας υποσυνείδητα με αφορμή διάφορα δυσάρεστα γεγονότα. Με άλλα λόγια, το άγχος είναι η άμυνά μας απέναντι στον ψυχικό πόνο, απέναντι σε πολύ δυσάρεστα συναισθήματα (γι αυτό και πολλοί αμφισβητούν αν το άγχος είναι συναίσθημα με την έννοια που είναι η θλίψη, ο φόβος, ο θυμός κ.ά.)..
Γιατί όμως αμυνόμαστε απέναντι στον ψυχικό πόνο, αφού το άγχος είναι κι αυτό πολύ δυσάρεστο; Η απάντηση είναι ότι ο πόνος που συνδέεται με πεποιθήσεις σαν κι αυτές που είδαμε πιο πάνω είναι τόσο μεγάλος και βαθύς, που φοβόμαστε (εσφαλμένα) ότι αν τον νοιώσουμε, δεν θα τον αντέξουμε, θα τρελαθούμε ή θα πεθάνουμε· κι αν δεν πεθάνουμε από αυτήν καθ’ αυτήν την έντασή του, νομίζουμε ότι θα πεθάνουμε από την πλήρη αδράνεια στην οποία αυτός θα μας οδηγήσει, καθώς είναι προσωρινά παραλυτικός από την φύση του και το μέγεθός του.
Αυτόν τον βαθύ ψυχικό πόνο κατά κανόνα τον έχουμε νοιώσει -για τους λόγους που είπαμε πιο πάνω- όταν ήμασταν σε πολύ μικρή, παιδική ηλικία, τότε που όντως δεν μπορούσαμε να τον αντέξουμε και η μόνη μας άμυνα ήταν να τον απωθήσουμε στο υποσυνείδητο. Όμως επειδή τον απωθήσαμε, δεν σημαίνει ότι τον ξεπεράσαμε κιόλας.
Ο πόνος αυτός μένει συνδεδεμένος με αρνητικές πεποιθήσεις που σ’ εκείνη την ηλικία αποκτήσαμε για τον εαυτό μας κι έτσι εξηγείται πως ακόμα και πολύ μικρής σημασίας γεγονότα της καθημερινότητας μπορούν να πυροδοτήσουν πολύ έντονο άγχος. Το ασήμαντο σχετικά γεγονός (π.χ. το να αποτύχουμε σε μία εξέταση) διεγείρει αυτές τις πολύ αρνητικές πεποιθήσεις και ξυπνάει τον αντίστοιχο βαθύ ψυχικό πόνο που έχουμε απωθήσει· ως άμυνα σ’ αυτό το κύμα πόνου έρχεται ο κυματοθραύστης του άγχους που πρέπει να είναι αντίστοιχα ψηλός.
Ψυχοθεραπευτική. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ένας τρόπος για μία ριζική, πραγματική θεραπεία του άγχους θα είναι να ανακαλύψουμε μέσα μας τις αρνητικές πεποιθήσεις που έχουμε για τον εαυτό μας, να παραδεχθούμε ότι τις έχουμε -με όσο πόνο κι αν συνδέονται- και εν συνεχεία με πολύ συγκεκριμένες τεχνικές και μεθόδους να τις διαλύσουμε. Σχετικά με την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση μπορείτε να διαβάσετε άρθρα στις ενότητες «Απαντήσεις σε ερωτήσεις» και «Μύθοι προς διερεύνηση».
Φαρμακευτική. Υπάρχουν πολλά φάρμακα για την αντιμετώπιση του άγχους, αλλά θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν παρέχουν πραγματική θεραπεία, παρά μόνο ανακούφιση από τα συμπτώματα, καθώς δεν αγγίζουν την βαθύτερη αιτία του. Ως εκ τούτου είναι πολύ πιθανό μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, το άγχος να επανέλθει στα επίπεδα που ήταν και πριν την έναρξή της. Η υποτροπή μπορεί να αποφευχθεί στις περιπτώσεις όπου όταν διακόπτεται η αγωγή έχει ήδη επέλθει μία θετική αλλαγή στη ζωή του ατόμου.
Αυτή η θετική αλλαγή μπορεί να έγινε είτε από μόνη της (π.χ. πέρασε πολύς χρόνος από μία απώλεια ή παρήλθε από μόνο του ένα στρες) είτε διότι κατά τη διάρκεια της αγωγής και χάρη σ’ αυτήν, το άτομο βρήκε τη δύναμη να επιφέρει κάποιες αλλαγές που βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής του και την αυτοεκτίμησή του (π.χ. τελείωσε τις σπουδές του, βρήκε μια δουλειά, άλλαξε τόπο διαμονής κ.λπ.) ενώ παράλληλα – κι αυτό είναι πολύ σημαντικό- μπορεί να έγινε λιγότερο αρνητικός ο τρόπος σκέψης του.
Γενικά πάντως το φαινόμενο της υποτροπής λόγω διακοπής της φαρμακευτικής αγωγής είναι το πιο πιθανό ενδεχόμενο. Επίσης η υποτροπή μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής συμβαίνει ακόμα πιο συχνά στην γενικευμένη αγχώδη διαταραχή και γενικά στις διαταραχές που εμπεριέχουν το άγχος (όπως αγοραφοβία, διαταραχή πανικού, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή) απ’ ό,τι στην κατάθλιψη.
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι τα φάρμακα που προσφέρουν την πιο γρήγορη και ευχάριστη ανακούφιση από το άγχος με ελάχιστες έως καθόλου ενοχλητικές παρενέργειες και είναι φάρμακα αναφοράς σχετικά με την αντιμετώπιση του άγχους.
Τέτοια φάρμακα είναι η αλπραζολάμη (Xanax) [1], η λοραζεπάμη (Tavor), η βρωμαζεπάμη (Lexotanil), η διαζεπάμη (Stedon παλιότερα γνωστό και ως Valium) κ.ά. των οποίων η χρήση είναι πολύ διαδεδομένη στον γενικό πληθυσμό. Τις βενζοδιαζεπίνες συνταγογραφούν συχνά γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων για να αντιμετωπίσουν το άγχος που πολλές φορές έχουν οι ασθενείς τους. Ωστόσο στον ψυχιατρικό κόσμο έχουν πέσει σε δυσμένεια, γιατί τους εξής λόγους:
[1] Στις παρενθέσεις αναφέρονται μόνο οι ονομασίες των πρωτότυπων σκευασμάτων.
Πρώτο, προκαλούν ψυχολογικό εθισμό και το άτομο που τα παίρνει είναι πολύ απρόθυμο να τα διακόψει, με αποτέλεσμα να τα παίρνει για πολλά χρόνια ή και ισόβια χωρίς να είναι απαραίτητο.
Δεύτερο, εμφανίζουν το φαινόμενο της αντοχής, δηλαδή με την πάροδο των ετών χρειάζονται ολοένα και μεγαλύτερες δόσεις για να επιτευχθεί το ίδιο αγχολυτικό αποτέλεσμα.
Τρίτο, η πολύ μακροχρόνια χρήση τους (πάνω από 20 χρόνια) έχει συσχετιστεί με την αύξηση της πιθανότητας για εμφάνιση μόνιμων διαταραχών μνήμης σε μεγάλες ηλικίες.
Τέταρτο, η μακροχρόνια λήψη τους (πάνω από 1 χρόνο) συνδέεται με ανάπτυξη κατάθλιψης ή με επιδείνωσή της αν προϋπάρχει.
Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε ειδικές περιπτώσεις ανθρώπων επιρρεπών σε εθισμούς και καταχρήσεις, οι παραπάνω λόγοι δεν έχει αποδειχθεί στην κλινική πράξη ότι ισχύουν σε αρκετά σημαντικό βαθμό ώστε να αποκλείσουμε τις βενζοδιαζεπίνες από την φαρμακευτική φαρέτρα κατά του άγχους.
Δηλαδή ο εθισμός με λίγη προσπάθεια και σταδιακή διακοπή ξεπερνιέται. Η αντοχή δεν αυξάνει επ’ αόριστον, αλλά σε κάποιο σημείο σταθεροποιείται. Οι διαταραχές μνήμης συμβαίνουν μόνο σε πολύ μακροχρόνιες λήψεις μεγάλων δόσεων και όχι συχνά. Η ανάπτυξη τυπικής καταθλιπτικής διαταραχής ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας χρήσης των βενζοδιαζεπινών είναι μάλλον σπάνια.
Κατά την άποψή μου οι βενζοδιαζεπίνες έχουν ως κύριο μειονέκτημα έναντι άλλων φαρμακευτικών αγωγών κατά του άγχους, ακριβώς ότι το αντιμετωπίζουν πολύ γρήγορα (πρακτικά από την πρώτη δόση), αποτελεσματικά και πρακτικά χωρίς ιδιαίτερα ενοχλητικές παρενέργειες ή επιπλοκές.
Θα αναρωτηθεί κάποιος βέβαια, και γιατί είναι αυτό να συνιστά μειονέκτημα;
Η απάντηση είναι διότι κρύβουν καλά την πραγματική αιτία του άγχους χωρίς να κάνουν τίποτα για τη διόρθωσή της, με αποτέλεσμα αυτή η αιτία να χειροτερεύει και μετά από χρόνια το άτομο να αναπτύσσει συχνά συναισθήματα στενοχώριας, ανικανοποίησης και απώλεια κινήτρων για αλλαγές, παρ’ όλο που η ζωή του δεν είναι από μία ή περισσότερες πλευρές καθόλου ικανοποιητική.
Οι βενζοδιαζεπίνες κατά κάποιο τρόπο λειτουργούν όπως το αλκοόλ. Κατευνάζουν το άγχος ρίχνοντας ελαφρά το γενικό επίπεδο της συνειδητότητας κι αυτό δεν είναι καλό για έναν άνθρωπο που τον ενδιαφέρει να προοδεύσει και να εξελιχθεί ως ψυχή.
Γι αυτό είναι καλό οι βενζοδιαζεπίνες όταν χορηγούνται, να πληροφορείται αυτός που θα τις λάβει για όλα τα παραπάνω και να κρίνει αν ταιριάζουν στην προσωπικότητά του, τις βλέψεις του και τη φιλοσοφία ζωής του.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δύο συγκεκριμένων χημικών κατηγοριών θεωρούνται από την ψυχιατρική κοινότητα ως φάρμακα πρώτης εκλογής για την αντιμετώπιση του άγχους· (τα αποκαλούμε «αντικαταθλιπτικά» γιατί αυτή ήταν η πρώτη και κύρια ένδειξή τους).
Τα αντικαταθλιπτικά που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής είναι των εξής δύο κατηγοριών:
α) οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (Selective Serotonin Reuptake Inhibitors – SSRI) όπως η φλουοξετίνη (Ladose στην Ελλάδα και Prozac στις Η.Π.Α.), η παροξετίνη (Seroxat), η σιταλοπράμη (Seropram), η εσιταλοπράμη (Cipralex), η φλουβοξαμίνη (Dumyrox) και η σερτραλίνη (Zoloft).
β) Οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νοραδρεναλίνης (Serotonin Norepinephrine Reuptake Inhibitors – SNRI) όπως η φλουβοξαμίνη (Efexor) και η ντουλοξετίνη (Cymbalta).
Στην πραγματικότητα, απ’ όλα τα φάρμακα των παραπάνω κατηγοριών έγκριση για την γενικευμένη αγχώδη διαταραχή από τον οργανισμό διαχείρισης τροφίμων και φαρμάκων των Η.Π.Α. (Food and Drugs Administration – FDA) έχουν πάρει μόνο η παροξετίνη (Seroxat) και η φλουβοξαμίνη (Efexor). Ωστόσο είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση του άγχους είναι και άλλα φάρμακα της ίδιας χημικής κατηγορίας.
Αρκετοί ψυχίατροι χρησιμοποιούν επίσης και ένα άλλο αντικαταθλιπτικό φάρμακο, την μιρταζαπίνη (Remeron) το οποίο σε αντίθεση με τα άλλα, έχει μία κατευναστική δράση από την αρχή της λήψης του λόγω της αντιισταμινικής του δράσης (βλ. πιο κάτω για τα αντιισταμινικά στην αντιμετώπιση του άγχους).
Στην κλινική πράξη βλέπουμε ότι αυτά τα φάρμακα είναι λιγότερο αποτελεσματικά και πολύ πιο αργά στη δράση τους (θέλουν 6-12 εβδομάδες φαρμακευτικής αγωγής για να αρχίσουν να δρουν) αναφορικά με την αντιμετώπιση του άγχους σε σχέση με τις βενζοδιαζεπίνες και έχουν πολύ πιο συχνά ενοχλητικές παρενέργειες μία εκ των οποίων είναι και η αύξηση του άγχους στις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας.
Ωστόσο προτιμούνται από τους περισσότερους ψυχιάτρους για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Επίσης τα αντικαταθλιπτικά αυτών των κατηγοριών δεν κατευνάζουν το άγχος μέσω του χαμηλώματος του επιπέδου της συνειδητότητας, οπότε δεν έχουν -τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό- το σοβαρό μειονέκτημα που αναφέραμε για τις βενζοδιαζεπίνες, αυτό δηλαδή της πλήρους σχεδόν παραμέλησης των βαθύτερων αιτιών του άγχους.
Η βουσπιρόνη (Bespar) είναι ένα φάρμακο που από μόνο του αποτελεί δική του κατηγορία και το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν από 20 και πλέον χρόνια ως ειδικό για την αντιμετώπιση του άγχους χωρίς τα μειονεκτήματα των βενζοδιαζεπινών. Ο τρόπος δράσης του είναι συναφής μ’ αυτόν των αντικαταθλιπτικών. Παρ’ όλο που οι μελέτες δείχνουν ότι έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από το placebo (εικονικό φάρμακο), δεν χρησιμοποιείται ευρέως στον ψυχιατρικό κόσμο, πιθανώς γιατί δεν έχει αποδείξει την ίδια αποτελεσματικότητα στην καθημερινή κλινική εμπειρία.
Τα αντιισταμινικά φάρμακα (με κύρια ένδειξη την αντιμετώπιση αλλεργικών αντιδράσεων και του κνησμού) όπως η υδροξυζίνη (Atarax) μπορεί να είναι αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση ήπιου άγχους. Ωστόσο η αγχόλυση που προσφέρουν δεν είναι το ίδιο ευχάριστη με αυτή που προσφέρουν οι βενζοδιαζεπίνες καθώς συχνά συνοδεύεται από ένα είδος βάρους στο κεφάλι ή αίσθημα ακαθόριστης ζάλης ή θόλωσης του νου.
Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα (με κύρια ένδειξη την αντιμετώπιση των κρίσεων επιληψίας) θεωρείται ότι βοηθούν επίσης στην αντιμετώπιση του άγχους. Τέτοια φάρμακα είναι το βαλπροϊκό οξύ (Depakine), η γκαμπαμπεντίνη (Neurontin), η λαμοτριγίνη (Lamictal), η τοπιραμάτη (Topamac) και αυτό που χρησιμοποιείται στην πράξη πιο συχνά απ’ όλα διότι έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά του με κλινικές δοκιμές, η πρεγκαμπαλίνη (Lyrica). Βασικά τους μειονεκτήματα είναι η παρεμβολή τους στον μηχανισμό ανάκλησης πληροφοριών (μνήμη) και ενός βαθμού ελάττωση της συναισθηματικής ευαισθησίας.
Τα αντιψυχωτικά φάρμακα τέλος (με κύρια ένδειξη την αντιμετώπιση των ψυχωτικών διαταραχών), κυρίως δεύτερης και τρίτης γενιάς όπως η ρισπεριδόνη (Risperdal), η ολανζαπίνη (Zyprexa), η κουετιαπίνη (Seroquel) και η αριπιπραζόλη (Abilify) χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική σε δόσεις πολύ μικρότερες απ’ αυτές που χρησιμοποιούνται στις ψυχωτικές διαταραχές, για την αντιμετώπιση του άγχους.
Αν και αυτά τα φάρμακα συχνά προτιμούνται από μεγάλη μερίδα ψυχιάτρων έναντι των βενζοδιαζεπινών για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εθισμού, ανοχής και πολύ μακροπρόθεσμα άνοιας που ενέχουν αυτές, είναι πολύ αμφίβολο αν είναι προτιμότερη η έκθεση του λήπτη του φαρμάκου στον κίνδυνο όψιμης δυσκινησίας (μη αναστρέψιμη νευρολογική διαταραχή της κινητικότητας) που ενέχουν τα αντιψυχωτικά μετά από χρόνια λήψη. Επίσης έχουν το μειονέκτημα ότι ειδικά τα μη ψυχωτικά άτομα, πολλές φορές νοιώθουν άσχημα από μία γενική άμβλυνση των συναισθημάτων και της σκέψης που τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας προκαλούν.