Ως ευαισθησία εννοείται εδώ η ιδιότητα βάσει της οποίας ένας άνθρωπος έχει έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι σε σχετικά ήπια ερεθίσματα.
Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που αν δεχθούν μία παρατήρηση από τον προϊστάμενό τους αγχώνονται και πληγώνονται πολύ και άλλοι που ακόμα κι αν τους βάλει ο διευθυντής τους τις φωνές, δεν δίνουν σημασία. Υπάρχουν παιδιά που μ’ ένα λίγο θυμωμένο βλέμμα απ’ τη μητέρα τους ταράζονται ψυχικά επί μακρόν και άλλα που ακόμα κι αν φάνε ένα χαστούκι, το ξεχνούν σύντομα.
Για να κατανοήσουμε πώς η ευαισθησία επηρεάζει την αυτοεκτίμηση, χρειάζεται να δούμε βαθύτερες πτυχές της, εκτός από την προφανή. Μία τέτοια πτυχή της ευαισθησίας λοιπόν ή μια όψη της μπορούμε να πούμε, είναι η ευφυΐα. Ευφυΐα στην ουσία της είναι η ικανότητα παραγωγής και ανάκλησης συνειρμών. Όσο περισσότερους και πιο περίπλοκους συνειρμούς κάνει και είναι σε θέση να ανακαλεί ένα μυαλό με αφορμή ένα ερέθισμα, τόσο πιο ευφυές είναι. Δεν θα αναλύσουμε σ’ αυτό το άρθρο την έννοια της ευφυΐας, απλά θα εξετάσουμε την πλευρά της που σχετίζεται με το θέμα μας.
Στο παράδειγμα που ανέφερα παραπάνω, το μυαλό του ευαίσθητου υπαλλήλου που δέχεται μία παρατήρηση από τον προϊστάμενό του, κάνει μακρινούς συνειρμούς, συνήθως τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να τους συνειδητοποιήσει: «Ο προϊστάμενός μου μού έκανε παρατήρηση δεν έκανα καλά τη δουλειά μου δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά δεν κάνω για καμία δουλειά (είμαι άχρηστος, πλήγμα στην αυτοεκτίμηση) δεν θα βρω άλλη δουλειά θα μείνω άνεργος θα μείνω χωρίς λεφτά θα υποφέρω από κακουχίες και θα πεθάνω» (είμαι εντελώς ανίκανος, κι άλλο βαρύ πλήγμα στην αυτοεκτίμηση).
Γι αυτό άλλωστε ταράζεται τόσο πολύ ψυχικά. Στο άλλο άκρο, ο «αναίσθητος», δεν κάνει συνειρμούς: «Ο προϊστάμενός μου μού έκανε παρατήρηση. Τέλος» (κανένα πλήγμα στην αυτοεκτίμηση). Γι αυτό και δεν ταράζεται ψυχικά.
Αυτό το παράδειγμα είναι προφανώς χοντροκομμένο με αποτέλεσμα να απέχει απ’ την πραγματικότητα• ωστόσο πιστεύω ότι είναι χρήσιμο για να γίνει κατανοητή η σχέση μεταξύ ευαισθησίας και ευφυΐας και πώς αυτή η σχέση επιδρά μέσα από τους γρήγορους και μακρινούς συνειρμούς στην αυτοεκτίμηση.
Η ευαισθησία σχετίζεται στενά και με μία άλλη παράμετρο, το στάδιο εξέλιξης στο οποίο βρίσκεται ένας άνθρωπος αναφορικά με την αυτο-επίγνωση. Η αυτο-επίγνωση είναι η ιδιότητα του ανθρώπου να συνειδητοποιεί την ίδια του την ύπαρξη. Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η επίγνωση αυτού καθ’ αυτού του γεγονότος ότι υπάρχουμε ο καθένας ως μία χωριστή, αυτόνομη οντότητα, δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
Τα ζώα π.χ. δεν την έχουν, όπως φαίνεται απ’ το ότι δεν αναγνωρίζουν το είδωλό τους στον καθρέφτη (με εξαίρεση τον χιμπατζή και τον ουρακοτάγκο για τους οποίους μπορούμε να συμπεράνουμε ότι έχουν μία στοιχειώδη αυτεπίγνωση).
Η αυτεπίγνωση αναπτύχθηκε σταδιακά κατά την εξέλιξη του ανθρώπου, περνώντας απ’ όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις ανάμεσα στο «καθόλου» και το «πλήρης». Για πρώτη φορά εμφανίστηκε μάλλον πριν από 35 χιλιάδες χρόνια περίπου. Αυτό το υποθέτουμε γιατί εκεί γύρω βρίσκεται η ηλικία των πιο παλιών τάφων που έχουν ανακαλυφθεί.
Το ότι οι άνθρωποι άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς τους, δείχνει ότι άρχισαν να δίνουν σημασία στο γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος όμως γίνεται σημαντικός ως γεγονός, μόνο στον βαθμό που κάποιος έχει επίγνωση της ίδιας του της ύπαρξης και άρα της επερχόμενης παύσης της.
Από τότε μέχρι σήμερα, η αυτεπίγνωση αυξάνει διαρκώς, γίνεται ολοένα και πιο σαφής. Το ίδιο συμβαίνει και στην ανάπτυξη του ανθρώπου από την νεογνική μέχρι την ενήλικη ζωή του. Όταν γεννιέται και μέχρι τα 2 με 3 περίπου χρόνια του, το βρέφος και το νήπιο δεν έχουν επίγνωση της ύπαρξής τους, δεν διαχωρίζουν τον εαυτό τους από το περιβάλλον. Μετά, καθώς αναπτύσσεται, αποκτά μία αμυδρή επίγνωση του εαυτού του που γίνεται όλο και πιο έντονη, διαρκώς, όχι μόνο μέχρι την τυπική ενηλικίωση, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου μέχρι να γίνει πλήρης.
Ωστόσο ας σημειώσουμε πως παρ’ όλο που οι άνθρωποι γεννιούνται με μηδενική αυτεπίγνωση, δεν αναπτύσσονται όλοι με τον ίδιο ρυθμό και δεν φτάνουν όλοι στον ίδιο ακριβώς βαθμό επίγνωσης του εαυτού τους. Αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους δεν προχωρά μέσα στον χρόνο υπό τη μορφή μετώπου («όλοι της ίδιας εποχής και ηλικίας στο ίδιο ακριβώς εξελικτικό στάδιο»), αλλά υπό τη μορφή ατράκτου: «οι περισσότεροι βρίσκονται σε παρόμοιο εξελικτικό στάδιο μεταξύ τους (το κεντρικό τμήμα της ατράκτου) και οι λιγότεροι βρίσκονται πιο πίσω ή πιο μπροστά από τους πολλούς (η ουρά και η κεφαλή της ατράκτου αντίστοιχα)».
Όσο πιο προηγμένο είναι το στάδιο αυτο-επίγνωσης στο οποίο βρίσκεται ένας άνθρωπος, τόσο πιο έντονη θα είναι και η αυτο-αμφισβήτησή του με αφορμή τα διάφορα αρνητικά ερεθίσματα. Δηλαδή με αφορμή π.χ. μία αναποδιά ή μία απορριπτική συμπεριφορά, θα τείνει πιο έντονα να αναζητά αυτόματα την αιτία στον εαυτό του αφού έχει πιο στενή επαφή μαζί του: «μήπως εγώ δεν είμαι αρκετά άξιος, ικανός, δυνατός, καλός, κ.λπ., και γι αυτό μου συνέβη αυτό ή μου φέρθηκαν έτσι;». Η έντονη αυτοαμφισβήτηση οδηγεί αντίστοιχα σε έντονα αρνητικά συναισθήματα, δηλαδή σε ευαισθησία.
Να λοιπόν πώς σχετίζεται η ευαισθησία/ ευφυΐα / αυτεπίγνωση με ανάπτυξη αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό και πώς επηρεάζει την αυτοεκτίμησή μας. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με παρόμοιες παιδικές εμπειρίες, εκείνος που έχει χαμηλότερη αυτοεκτίμηση ή όπως προτιμώ να την λέω υψηλή αυτοαμφισβήτηση, ανήκει σε πιο προηγμένο στάδιο εξέλιξης της συνειδητότητας και έχει μεγαλύτερη ευαισθησία και ευφυΐα από τον άλλον.