
Ένα από τα συχνά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και όπου καλείται να βοηθήσει ένας ψυχοθεραπευτής είναι η διακοπή μίας βλαβερής συνήθειας (κάπνισμα, υπερφαγία, λήψη ναρκωτικών ουσιών κ.λπ.).
Για να διακόψουμε μία βλαβερή συνήθεια, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε και να εξουδετερώσουμε τη βασική αιτία που την αρχίσαμε και που την συνεχίζουμε. Αυτή η προϋπόθεση όχι μόνο δεν τηρείται αλλά σχεδόν πάντα όπως θα δούμε παρακάτω, γίνεται το εντελώς αντίθετο.
Η βασική αιτία κάθε βλαβερής συνήθειας είναι κάποιας μορφής ψυχική δυσφορία ή ταραχή που πάμε να αποφύγουμε. Δηλαδή το κάπνισμα, το υπερβολικό φαγητό, η κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, η καταναγκαστική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια κ.λπ., έρχονται για να μας ανακουφίσουν από κάποιο ψυχικό πόνο, συναισθηματικό κενό, άγχος, θλίψη κ.ά. τα οποία συχνά δεν προλαβαίνουμε καν να τα συνειδητοποιήσουμε.
Το πρώτο βήμα λοιπόν αν θέλουμε να διακόψουμε μία βλαβερή συνήθεια είναι να αναγνωρίσουμε αυτή την ψυχική δυσφορία που πάμε να αποφύγουμε. Αυτό γίνεται εύκολα αν κρατηθούμε έστω και για λίγο και δεν ενδώσουμε άμεσα στην επιθυμία μας για τη βλαβερή συνήθεια. Τότε γρήγορα θα αναδυθεί η ψυχική δυσφορία ή ταραχή που προσπαθούμε να καλύψουμε.
Ασφαλώς αυτό που γίνεται αντιληπτό αρχικά είναι απλά μία έντονη επιθυμία να ενδώσουμε στη βλαβερή συνήθεια και η δυσφορία που προκαλείται από τη συγκράτησή μας. Ωστόσο αν εστιάσουμε την προσοχή μας πιο επίμονα, θα αντιληφθούμε ότι «κάτω» από αυτή τη δυσφορία βρίσκεται μία δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, ένα κενό, μία θλίψη, ένα άγχος, μία ένταση, ένα αίσθημα ανικανοποίητου που μας συνοδεύει λίγο-πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της καθημερινότητάς μας.
Οποιοδήποτε δυσάρεστο αίσθημα έχει σε τελευταία ανάλυση στον πυρήνα του μία πεποίθηση του τύπου «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι/ δεν έχω κάνει το καλύτερο που μπορούσα» η οποία με τη σειρά της οφείλεται στην πεποίθηση «κάτι έχω να κάνω» (αναφορικά με οιοδήποτε ζήτημα όπου νιώθω ότι κάτι δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι). Ακολούθως χρειάζεται να ανακαλυφθεί με ποιες αφορμές γεννιέται αυτή η πεποίθηση και τέλος ακολουθεί η εξουδετέρωσή της.
Μία ψυχοθεραπεία που στοχεύει όλη της την προσοχή στην εξουδετέρωση αυτών των πεποιθήσεων και όλων τους των μορφών είναι απαραίτητη για την πραγματική υπέρβαση μίας βλαβερής συνήθειας. Διαφορετικά, όπως μας δείχνουν και οι στατιστικές, πρώτο είναι πολύ δύσκολο να διακοπεί μία βλαβερή συνήθεια και δεύτερο ακόμα κι αν διακοπεί για ένα διάστημα, θα επανέλθει η ίδια ή μία άλλη στη θέση της. Αυτό είναι πολύ λογικό στο βαθμό που δεν ξεριζώνεται η βασική της αιτία.
Ωστόσο σ’ αυτό το άρθρο αξίζει να εστιάσουμε σε μία κρυφή παγίδα που εμποδίζει τη διακοπή των βλαβερών συνηθειών: Όταν τελικά ενδώσουμε στη βλαβερή συνήθεια, όχι μόνο δεν εξουδετερώνουμε τη βαθύτερη αιτία που έγινε αυτό (δηλαδή ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε / δεν έχουμε κάνει το καλύτερο που μπορούσαμε σε κάποιο τομέα ή περισσότερους) αλλά την ενισχύουμε κιόλας!
Πώς; Μα με το να κατηγορούμε τον εαυτό μας (συνειδητά ή υποσυνείδητα) ότι ενδίδοντας αποδείχθηκε για μία ακόμα φορά πως δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε, δεν προσπαθήσαμε αρκετά, δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να κρατηθούμε, είμαστε αδύναμοι, δεν έχουμε δύναμη θέλησης, μας λείπει η αυτοπειθαρχία, είμαστε χαζοί, αυτοκαταστροφικοί κ.λπ..
Σκεπτόμενοι έτσι για τον εαυτό μας, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ενισχύουμε κι άλλο τη βασική αιτία της όποιας ψυχικής μας δυσφορίας και να θέτουμε τα θεμέλια για την επόμενη φορά που θα ενδώσουμε στη βλαβερή συνήθεια. Αν έχουμε αποφασίσει λοιπόν ότι θέλουμε να κόψουμε μία βλαβερή συνήθεια, το πρώτο που χρειάζεται, είναι να πάψουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας που την έχουμε καθώς και κάθε φορά που ενδίδουμε σ’ αυτή.
Αυτό θα γίνει πάνω στη βάση ότι ο λόγος που έχουμε μία βλαβερή συνήθεια και που ενδίδουμε κάθε φορά σε μία βλαπτική συμπεριφορά, δεν είναι πως έχουμε κάποιο ελάττωμα (αδυναμία θέλησης, επιπολαιότητα, χαζομάρα κ.λπ.). Ο λόγος είναι το ότι μας αναγκάζει μία συνειδητή ή υποσυνείδητη ψυχική δυσφορία να ενδώσουμε και ότι αν νιώθαμε ψυχικά γαλήνιοι και πλήρεις θα μας ήταν πολύ εύκολο να ελέγξουμε τον εαυτό μας.
Ασφαλώς σ’ αυτό το σημείο προκύπτει η αντίρρηση ότι η ψυχική δυσφορία δεν αναγκάζει οπωσδήποτε κάποιον να καταφύγει στην άμεση ανακούφιση που του δίνει το να επιδίδεται στην εκάστοτε βλαπτική συμπεριφορά· ότι μπορεί δηλαδή αν θέλει να υπομείνει αυτή την ψυχική δυσφορία.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου απαντιέται αυτή η αντίρρηση και προτείνεται πιο αναλυτικά μία λύση για το πρόβλημα των βλαβερών συνηθειών.
2° Μέρος: «Πόσο φταίμε που ενδίδουμε σε μία βλαβερή συνήθεια;»
© 2016 Βασίλης Γιαννακόπουλος Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας