Εργάζομαι κυρίως ψυχοθεραπευτικά, ωστόσο συνταγογραφώ αρκετές φορές ψυχοφάρμακα. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι πολύ φορτισμένος ψυχικά για να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα ψυχοθεραπείας οπότε προτείνω για ένα διάστημα παράλληλη φαρμακοθεραπεία και ψυχοθεραπεία και αργότερα σταδιακή διακοπή των ψυχοφαρμάκων. Ωστόσο δεν επιμένω στην φαρμακοθεραπεία αν ο θεραπευόμενος είναι σίγουρος ότι θέλει να αποφύγει τα ψυχοφάρμακα.
Αναφορικά με την απόφαση του αν κάποιος θα πάρει ψυχοφάρμακα ή όχι, ενημερώνω τον θεραπευόμενο για το ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους καθώς και πόσο απαραίτητη είναι η λήψη τους, σύμφωνα με την επιστήμη της ψυχιατρικής και την κλινική μου εμπειρία στην περίπτωσή του.
Από κει κι έπειτα, έχοντας όλα τα δεδομένα στη διάθεσή του, η απόφαση για το αν θα λάβει ψυχοφάρμακα ή όχι λαμβάνεται από κοινού. Είμαι υπέρ της άποψης ότι ο γιατρός ενημερώνει και συμβουλεύει, δεν αναγκάζει ούτε αποφασίζει και διατάζει. Ασφαλώς όπως σε όλους τους κανόνες έτσι κι εδώ υπάρχει μία εξαίρεση, όταν δηλαδή κάποιος έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει με αποτέλεσμα να βλάπτει τον εαυτό του ή τους άλλους, τότε η φαρμακευτική αγωγή είναι επιβεβλημένη.
Σε γενικές γραμμές όμως είμαι αντίθετος με το πρότυπο του γιατρού που δίνει θεραπευτική αγωγή ή παραπέμπει σε εργαστηριακές εξετάσεις χωρίς να εξηγεί στον ασθενή, χωρίς να τον περιλαμβάνει στην απόφαση του ποια θεραπευτική μέθοδος θα ακολουθηθεί κι αυτό ισχύει σε κάθε ιατρική ειδικότητα, αλλά ακόμα περισσότερο στην ψυχιατρική.
Διότι είναι διαπιστωμένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή του ασθενούς στην θεραπεία του, όσο περισσότερο γνωρίζει τα πώς και τα γιατί της θεραπευτικής του αγωγής και των εξετάσεων που χρειάζεται να κάνει, τόσο πιο πολύ συμμορφώνεται με τις συμβουλές του γιατρού. Και στην ψυχιατρική –πολύ περισσότερο από κάθε άλλη ιατρική ειδικότητα- η μη συμμόρφωση στις ιατρικές συμβουλές είναι ίσως η πιο συχνή αιτία αποτυχίας της θεραπείας.
Ο τρόπος που εργάζομαι ψυχοθεραπευτικά είναι κατ’ αρχήν γνωσιακής βάσης [1]. Ωστόσο δεν θα τον περιέγραφα ως κλασική γνωσιακή ψυχοθεραπεία, για τέσσερις βασικούς λόγους που ακολουθούν.
[1] Ως γνωσιακή βάση εννοείται η αρχή ότι η άμεση αιτία για όλα μας τα δυσάρεστα συναισθήματα δεν είναι ποτέ ένα γεγονός ή μία κατάσταση, αλλά οι πεποιθήσεις μας ή αλλιώς «γνωσίες»(σκέψεις τις οποίες πιστεύουμε) γύρω από το γεγονός ή την κατάσταση. Για τον γνωσιακό ψυχοθεραπευτή η αναθεώρηση αυτών των πεποιθήσεων είναι το κλειδί για την ψυχική υγεία.
α) Χρησιμοποιώ πολλά θεωρητικά στοιχεία και πρακτικές τεχνικές και από άλλες ψυχοθεραπευτικές σχολές όπως η ψυχανάλυση και κυρίως η υπαρξιακή ψυχολογία, αλλά συνταιριάζω αρμονικά μεταξύ τους και μερικά βοηθητικά ψυχοθεραπευτικά εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς όπως το EMDR, το EFT, το focusing, η παλινδρόμηση στο παρελθόν με ή χωρίς ύπνωση, το work, η μέθοδος Sedona κ.ά.
β) Παρ’ όλο που ασχολούμαι με όλες τις πεποιθήσεις που προκαλούν προβλήματα στον θεραπευόμενο, εστιάζω ιδιαίτερα την προσοχή μου σε πεποιθήσεις που έχει ο θεραπευόμενος για τον εαυτό του, γιατί θεωρώ ότι αυτές συντελούν καθοριστικά στη συντήρηση των υπολοίπων. Ασχολούμαι επίσης και με πολύ γενικές πεποιθήσεις γύρω από τη ζωή.
γ) Στην κλασσική γνωσιακή ψυχοθεραπεία επιχειρείται συνήθως η αντικατάσταση «δυσλειτουργικών πεποιθήσεων» με «λειτουργικές», η αντικατάσταση πεποιθήσεων δηλαδή που προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα και προβλήματα στο άτομο με άλλες που τον απαλλάσσουν από την ψυχική δυσφορία και όσα προβλήματα απορρέουν απ’ αυτήν. Ωστόσο είναι πιο απλή, εύκολη, σταθερή και εξ’ ίσου αρκετή η άρση της βεβαιότητας που έχει το άτομο σε δυσλειτουργικές πεποιθήσεις χωρίς απαραίτητα να πρέπει να τις αντικαταστήσει από άλλες.
δ) Από ένα σημείο εξέλιξης της ψυχοθεραπείας του θεραπευόμενου και μετά του προτείνω -μόνο αν το επιθυμεί και μόνο αν αισθάνεται έτοιμος- να πάμε πιο βαθιά από τα συνήθη όρια της κοινώς εννοούμενης ψυχοθεραπείας, μπαίνοντας στο πεδίο της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου και του πραγματικού νοήματος της ζωής.
Αυτό γίνεται πολύ ομαλά, σαν μία συνέχεια και εμβάθυνση της προηγούμενης ψυχοθεραπευτικής μας δουλειάς και όχι σαν κάτι εντελώς διαφορετικό με σαφή και διακριτά όρια. (Σ’ αυτό το site δεν αναπτύσσω αυτήν την πλευρά της ψυχοθεραπευτικής μου προσέγγισης, αν και επιφυλάσσομαι να το κάνω αργότερα).
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, ο τρόπος που εργάζομαι, βασίζεται πολύ στην μετάδοση ενός μοντέλου για το πώς δουλεύει η ανθρώπινη ψυχή και στην πρόταση τεχνικών για την χρήση αυτής της γνώσης προκειμένου ο θεραπευόμενος να ανακαλύψει και να πραγματοποιήσει αυτά που θέλει πραγματικά.
Αυτό σημαίνει όπως αναφέρω και παρακάτω ότι ο θεραπευόμενος μαθαίνει σιγά-σιγά να θεραπεύει και να εξελίσσει τον εαυτό του έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει επ’ αόριστον την ψυχοθεραπεία χωρίς να είναι αναγκαία μία μακροχρόνια ψυχοθεραπευτική σχέση με τον ψυχοθεραπευτή, εκτός κι αν φυσικά ο ίδιος το επιθυμεί διότι τον διευκολύνει.
Περισσότερα για τον τρόπο που δουλεύω μπορεί να καταλάβει κάποιος διαβάζοντας άρθρα μου σ’ αυτό το site ξεκινώντας ενδεχομένως με το άρθρο «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;».