Η συμπεριφορική θεραπεία βασίζεται στην σταδιακή έκθεση του πάσχοντα σ’ ένα ερέθισμα ή κατάσταση που του προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, μέχρι τελικά να εξαλειφθεί η αρνητική συναισθηματική του αντίδραση φόβου, άγχους, έντασης και ως εκ τούτου να τροποποιηθεί ανάλογα και η συμπεριφορά του.
Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος να ξεπεράσει τα δυσάρεστα συμπτώματα και τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές που διακρίνουν διαταραχές όπως ειδικές φοβίες (κλειστοφοβία, ζωοφοβία κ.ά.), η αγοραφοβία, η κοινωνική φοβία κ.λπ., οι διαταραχές διατροφής, η ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή κ.λπ..
Το ότι ξεπερνιούνται όμως συμπτώματα και συμπεριφορές χωρίς να λυθούν οι ριζικές αιτίες που οδήγησαν στις αντίστοιχες ψυχικές διαταραχές έχει συχνά ως αποτέλεσμα την υποτροπή τους ή την εμφάνιση άλλων δυσάρεστων ψυχικών συμπτωμάτων και δυσλειτουργικών συμπεριφορών.
Η συμπεριφορική θεραπεία συνδυάστηκε με την γνωσιακή θεραπεία[1] φέρνοντας την Γνωσιακή – Συμπεριφορική θεραπεία (Cognitive Behavioral Therapy ή εν συντομία CBT). Αυτός ο συνδυασμός έχει τόσο μεγάλη επιτυχία στην γρήγορη αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων συμπτωμάτων και συμπεριφορών, ώστε σπανίως πλέον μιλάμε για αμιγώς γνωσιακή θεραπεία.
Παρ’ όλο που η γνωσιακή θεραπεία προσφέρει στην συμπεριφορική ένα βάθος που της λείπει, και πάλι στη συνήθη της μορφή, επειδή ασχολείται με σχετικά επιφανειακές πεποιθήσεις του ατόμου, δεν βελτιώνει θεαματικά το πρόβλημα της “μη ριζικότητας” της θεραπείας στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται όχι μόνο για μια (συχνά παροδική) ελάττωση συμπτωμάτων και συμπεριφορών, αλλά για μία πιο ριζική θεραπεία τόσο με την έννοια της διάρκειας των αποτελεσμάτων, όσο και με την έννοια της προσωπικής εξέλιξης του εαυτού, δηλαδή της αυτογνωσίας και της προσέγγισης αληθινά πιο ευτυχισμένων καταστάσεων ύπαρξης.
Στον βαθμό λοιπόν που κάποιος έχει τέτοιο προσανατολισμό και παρ’ όλο που τα στοιχεία της συμπεριφορικής θεραπείας είναι σχεδόν πάντα αναντικατάστατα στην πράξη, το βάρος πρέπει να πέσει περισσότερο στην αμιγώς γνωσιακή θεραπεία, όχι όμως υπό τη συνήθη της μορφή που απευθύνεται σε σχετικά επιφανειακές πεποιθήσεις, υπ’ αυτήν που απευθύνεται στις πιο μύχιες πεποιθήσεις του ατόμου.
[1] Ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που βασίζεται στην παραδοχή ότι κάθε διατάραξη της ψυχικής γαλήνης και άρα της ψυχικής υγείας του ατόμου οφείλεται σε σκέψεις που πιστεύει σαν να είναι αλήθεια (πεποιθήσεις ή γνωσίες) χωρίς όμως να είναι, με την έννοια ότι μετά από προσεκτική εξέταση φαίνεται ότι δεν ισχύουν σίγουρα και σε απόλυτο βαθμό.