
Είναι ο ψυχίατρος μόνο για σοβαρές περιπτώσεις;
Η ψυχιατρική εμφανίστηκε ως ειδικότητα της ιατρικής στις αρχές του 1800 και τον πρώτο αιώνα της ύπαρξής της είχε ως αντικείμενο κυρίως τη θεραπεία σοβαρά διαταραγμένων ατόμων που νοσηλεύονταν σε άσυλα και νοσοκομεία. Οι πάσχοντες ήταν σε γενικές γραμμές ψυχωτικοί, σοβαρά καταθλιπτικοί και μανιακοί, αλλά αντικείμενο μελέτης ήταν και κάποιες σοβαρές ιατρικές περιπτώσεις όπως καρκίνοι στον εγκέφαλο, υποθυρεοειδισμός και άνοια.
Πολλοί άνθρωποι ακόμα και μέχρι σήμερα έχουν μείνει με την εντύπωση ότι ο ψυχίατρος είναι γιατρός για μόνο τόσο σοβαρές περιπτώσεις. Ωστόσο πολλά έχουν αλλάξει από τότε.
Ήδη, γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα, ο νευρολόγος – ψυχίατρος Σίγκμουντ Φρόυντ έδωσε μία επαναστατική για την εποχή του πνοή στην επιστήμη της ψυχιατρικής. Δημοσίευσε τις θεωρίες του περί του ασυνειδήτου και τα ασυνείδητα αίτια κάποιων λιγότερο σοβαρών διαταραχών, των νευρώσεων. Τα αίτια αυτά υποστήριξε ότι ανιχνεύονται κατά κανόνα σε ψυχικά τραύματα της παιδικής ηλικίας. Έτσι άνοιξε ένα αχανές πεδίο στη μέχρι τότε περιορισμένη αντίληψη περί βιολογικής βλάβης του εγκεφάλου ως αιτία κάθε ψυχικής διαταραχής. Η θεραπεία που ανέπτυξε για τις νευρώσεις ήταν η ψυχανάλυση που είναι μία ψυχοθεραπεία βασισμένη στην ανάλυση των ελεύθερων συνειρμών και των ονείρων.
Ακόμα όμως κι ο Φρόυντ παραδέχθηκε ότι με την ψυχανάλυση που είχε επινοήσει, μπορεί να θεραπεύσει την υπερβολική δυστυχία του νευρωτικού ατόμου και όχι τη «φυσιολογική» δυστυχία που συνοδεύει τον σύγχρονο πολιτισμό.
Από εκείνη την εποχή η ψυχοθεραπεία έχει προχωρήσει ακόμα πιο πέρα και ο ψυχοθεραπευτής ασχολείται και με τη θεραπεία της «φυσιολογικής» δυστυχίας που σημαίνει αντιμετώπιση άγχους, φόβου, θλίψης, θυμού, ενοχών και άλλων δυσάρεστων συναισθημάτων της καθημερινότητας.
Με τον όρο «φυσιολογική δυστυχία» μπορούμε δηλαδή να περιγράψουμε το άγχος της καθημερινότητας, την ανασφάλεια, την ανία, τη θλίψη, το αίσθημα μοναξιάς και έλλειψης επικοινωνίας, την αναβλητικότητα, τα συχνά διλήμματα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, το ασταμάτητο κυνήγι ικανοποίησης της μίας επιθυμίας μετά την εκπλήρωση της προηγούμενης, όλ’ αυτά όταν θεωρούνται ότι βρίσκονται σε «φυσιολογικό βαθμό» επειδή είναι πολύ συνηθισμένα. Με άλλα λόγια πρόκειται για την αδυναμία που έχει ο σύγχρονος, εξελιγμένος άνθρωπος να βρει τι πραγματικά θέλει, να βιώσει αληθινή ευτυχία και βαθιά ικανοποίηση από τη δουλειά του, από τις σχέσεις του, από απλές καθημερινές στιγμές, από τη ζωή του γενικότερα.
Επειδή αναφερθήκαμε στον «εξελιγμένο» άνθρωπο, αξίζει σ’ αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι η ουσία της εξέλιξης του ανθρώπου είναι η αύξηση του βαθμού επίγνωσης του εαυτού η οποία όμως αρχικά σημαίνει και περισσότερη αυτοαμφισβήτηση. Η περισσότερη αυτοαμφισβήτηση με τη σειρά της σημαίνει οπωσδήποτε περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα και δυσλειτουργικότητα.
Ασφαλώς μετά απ’ αυτό το στάδιο, η επίγνωση του εαυτού αυξάνει κι άλλο οδηγώντας στο στάδιο της αυτογνωσίας όπου τα ψυχολογικά προβλήματα λύνονται και έρχεται η αληθινή ευτυχία (και όχι απλά απουσία δυστυχίας που χαρακτηρίζει στάδια που προηγούνται της αυτοαμφισβήτησης).
Από το στάδιο της αυτοαμφισβήτησης στο στάδιο της αυτογνωσίας
Ένας ψυχίατρος (ή ψυχολόγος) ο οποίος έχει την κατάλληλη εκπαίδευση και κυρίως την προσωπική εμπειρία αυτής της εξέλιξης, μπορεί να είναι από πολύ βοηθητικός έως και απαραίτητος για τη μετάβαση ενός ανθρώπου από το στάδιο της αυτοαμφισβήτησης στο στάδιο της αυτογνωσίας.
Έτσι ο ψυχίατρος που είναι και ψυχοθεραπευτής πολύ συχνά έχει ως θεραπευόμενους και ανθρώπους που στην πραγματικότητα είναι τόσο «φυσιολογικοί» όσο και οι άλλοι, άνθρωποι που δεν έχουν κάποια ψυχική διαταραχή. Ωστόσο η καλώς εννοούμενη ψυχική ευαισθησία τους και το υψηλό επίπεδο συνειδητότητάς τους (που σημαίνει αυξημένη αυτεπίγνωση και άρα αυτοαμφισβήτηση) τους προκαλεί ψυχολογικής φύσης προβλήματα. Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος ότι μία τέτοιας μορφής ψυχοθεραπεία μοιάζει πιο πολύ με ένα είδος επιστημονικού και εις βάθος «life coaching» από έναν καλά καταρτισμένο και με προσωπική εμπειρία ειδικό σε θέματα ψυχικής υγείας. Συνήθως όμως η χρήση αυτού του όρου αναφέρεται σε πιο επιδερμικές προσεγγίσεις.
Μπορούμε βέβαια να υποστηρίξουμε ότι και από τις ψυχικές διαταραχές οι πιο «ελαφριές» (που είναι και οι πιο συχνές) όπως οι ήπιας ή μέτριας βαρύτητας κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή άγχους, κρίσεις πανικού κ.λ.π. έχουν ως βάση τους αυτή που αναφέραμε πιο πάνω, (δηλαδή την αυξημένη επίγνωση του εαυτού που συνοδεύεται από υψηλού βαθμού αυτοαμφισβήτηση) σε συνδυασμό με τραυματικές παιδικές εμπειρίες και όχι οπωσδήποτε μία πρωτογενή βιολογική διαταραχή του εγκεφάλου.
Αυτό σημαίνει ότι ένας ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο με ψυχική διαταραχή χορηγώντας του αν είναι ανάγκη κάποιο ψυχοφάρμακο αλλά να τον βοηθήσει π.χ. και στη διαχείριση άγχους ή θυμού, την αντιμετώπιση της θλίψης, το ξεπέρασμα των ενοχών, την απελευθέρωσή του από έμμονες ιδέες κ.λ.π. στοχεύοντας στη βασική αιτία αυτών των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν διάφορες ψυχικές διαταραχές που όπως είπαμε πιο πάνω είναι η αμφισβήτηση του εαυτού που γίνεται συνειδητά ή υποσυνείδητα.