Σ’ αυτό το άρθρο θα αναπτύξουμε την άποψη ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια δύναμη να πετυχαίνουμε αυτά που πραγματικά θέλουμε υπό τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και με τα ίδια αντικειμενικά εφόδια. Απέναντι σ’ αυτήν την άποψη τίθεται το εύλογο ερώτημα: Αν όλοι έχουμε την ίδια δύναμη να πετυχαίνουμε αυτά που θέλουμε υπό τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι διαφέρουμε τόσο πολύ μεταξύ μας στο κατά πόσο έχουμε αυτά που θέλουμε ή όχι;
Η απάντηση είναι ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται στο βαθμό κατά τον οποίο εμείς οι ίδιοι αμφισβητούμε τις δυνάμεις μας. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο έντονες αρνητικές πεποιθήσεις έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο πιο λίγα θα καταφέρνουμε απ’ αυτά που θέλουμε.
Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι αρκετά δυνατός για να σηκώσει ένα βάρος εκατό κιλών, όμως αν πιστεύει ότι είναι μυϊκά αδύναμος, δεν θα τα σηκώσει. Διότι είτε δεν θα προσπαθήσει καν ή αν το προσπαθήσει, θα χρησιμοποιήσει μόνο ένα μέρος της δύναμής του και θα αποτύχει αφού θα το θεωρεί μάταιο κόπο να δώσει όλες του τις δυνάμεις. Επίσης μπορεί συνειδητά να προσπαθήσει σκληρά, όμως το υποσυνείδητό του θα κρατάει δυνάμεις ανεκμετάλλευτες, επειδή δεν θέλει να αποδειχθεί πως έχει πέσει τόσο έξω στην εκτίμηση του εαυτού του ότι είναι αδύναμος. Έτσι εκ πρώτης όψεως θα φαίνεται αδύναμος να τα σηκώσει, χωρίς όμως αυτό να είναι αλήθεια.
Κατά τον ίδιο τρόπο ένας μαθητής μπορεί να έχει την ευφυΐα και τις γνώσεις να λύσει μία μαθηματική άσκηση, αν όμως πιστεύει ότι δεν είναι αρκετά έξυπνος για να το κάνει, μπορεί να μην επιχειρήσει καν να τη λύσει, γιατί θα το θεωρεί χαμένο χρόνο. Ακόμα όμως κι αν καταπιαστεί για να τη λύσει, γρήγορα θα τα παρατήσει ή όσο χρόνο θα προσπαθεί, δεν θα το κάνει (συνειδητά ή υποσυνείδητα) με όλες του τις δυνάμεις όπως κάποιος που πιστεύει στον εαυτό του. Η εικόνα που θα δώσει θα είναι αυτή ενός μαθητή με χαμηλές νοητικές ικανότητες, ωστόσο αυτό θα είναι πλάνη.
Η επίδραση της αυτοεκτίμησης στην απόδοση έχει αποδειχθεί και πειραματικά. Οι ερευνητές που οργάνωσαν το πείραμα, διαμόρφωσαν δύο τάξεις μαθητών που είχαν μεταξύ τους τον ίδιο μέσο όρο δείκτη ευφυΐας και επιπέδου γνώσεων. Στη μία τάξη ο δάσκαλος διαρκώς ενθάρρυνε τα παιδιά ότι είναι έξυπνα, προσεκτικά, πρόθυμα να μάθουν, επιμελή κ.λπ. Στην άλλη τάξη ο ίδιος δάσκαλος συνέχεια τα κατηγορούσε ότι είναι χαζά, απρόσεκτα, αδιάφορα να μάθουν, τεμπέλικα, αμελή κ.λπ.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επιδόσεις των μαθητών της δεύτερης τάξης ήταν κατά πολύ χειρότερες από τις επιδόσεις των μαθητών της πρώτης, παρ’ όλο που είχαν τις ίδιες αντικειμενικές δυνατότητες μ’ εκείνους. Αυτό συνέβη προφανώς γιατί στη δεύτερη τάξη ο δάσκαλος έριχνε συνεχώς το ηθικό των παιδιών, δηλαδή τα έκανε να αμφισβητούν τους εαυτούς τους.
Τα ίδια ισχύουν για όλους τους τομείς της ζωής, κοινωνικό, ερωτικό, επαγγελματικό, οικονομικό. Αν διαβάσει κανείς ή ακούσει τις βιογραφίες πολύ πετυχημένων ανθρώπων σε διάφορους τομείς, θα βρει τεράστια ποικιλία αναφορικά με το από πού ξεκίνησαν, πώς ξεκίνησαν, ποια ήταν τα κίνητρά τους, τι εφόδια είχαν, σε τι οικογένειες μεγάλωσαν, τι παιδεία πήραν, σε τι κοινωνικό περιβάλλον αναπτύχθηκαν, σε τι ιστορικές συγκυρίες έζησαν κ.λπ.. Θα βρει επίσης μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις πορείες των ζωών τους, άλλες ήταν ευθείες, άλλες είχαν απότομες στροφές, άλλες ήταν ομαλές, άλλες είχαν εντυπωσιακά πάνω-κάτω, άλλες ήταν δύσκολες, άλλες πιο εύκολες…
Εκείνο όμως που θα βρει κοινό χωρίς ούτε μία εξαίρεση, είναι αυτός ο παράγοντας: Όλοι τους είχαν μεγάλη πίστη στον εαυτό τους αναφορικά με τον τομέα όπου πέτυχαν. Μπορεί ακόμα και να είχαν γενικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά στον τομέα που πέτυχαν, σίγουρα είχαν αυτοπεποίθηση. Και πιστεύω ότι αν κάποιος ενδιαφερόταν και για τις βιογραφίες ανθρώπων που απέτυχαν σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής τους παρά το γεγονός ότι οι αντικειμενικές συνθήκες τους το επέτρεπαν, θα ‘βρισκε πάντα ως κοινό παράγοντα μία πεποίθηση μέσα τους πως κάτι τους έλλειπε, πως κάτι ήταν λάθος μ’ αυτούς.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουμε διαφορές μεταξύ μας αναφορικά με τις δυνατότητες που διαθέτουμε. Ασφαλώς κάποιοι έχουν υψηλότερο δείκτη ευφυΐας από άλλους, ή είναι πιο όμορφοι ή έχουν περισσότερο χιούμορ ή έχουν κάποιο ταλέντο κ.λπ. που άλλοι δεν έχουν. Όμως όταν ερχόμαστε σ’ αυτό που έχει σημασία για την ευτυχία μας, δηλαδή στην δυνατότητα να πετυχαίνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε, τότε όλοι είμαστε ίσοι μεταξύ μας, γιατί η ψυχή μας είναι έτσι φτιαγμένη να μη θέλει ποτέ κάτι που δεν έχουμε τις δυνατότητες να το πετύχουμε.
Για παράδειγμα, κάποιος που τα καταφέρνει στη φυσική, πιθανόν να θέλει να γίνει φυσικός, όμως αν δεν έχει εξαιρετική ευφυΐα, δεν θα τυραννιέται από την επιθυμία να μείνει στην ιστορία όπως ο Αϊνστάιν. Και κάποιος που δεν τα πάει καλά με τη φυσική, δεν θα θέλει καν να γίνει φυσικός. Ή κάποιος που έχει μέτρια εμφάνιση, δεν θα υποφέρει από την επιθυμία να έχει ερωτικό σύντροφο-μοντέλο.
Όταν συμβαίνει κάποιος να βασανίζεται από κάποια επιθυμία της οποίας η εκπλήρωση υπερβαίνει τις αντικειμενικές του δυνατότητες, η αιτία είναι πάλι οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του. Να πώς:
Έχοντας μέσα του πεποιθήσεις όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν» ή «είμαι ανίκανος, αποτυχημένος» κ.λπ., θέλει πάση θυσία να τις κρατήσει απωθημένες στο υποσυνείδητό του κι ένας τρόπος για να το κάνει αυτό είναι ακριβώς το να κυνηγάει πράγματα που δεν τα θέλει πραγματικά, δηλαδή να αναπτύξει ψεύτικες επιθυμίες που δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητές του και τις κλίσεις του.
Είναι πιθανό δηλαδή να αναπτύξει την επιτακτική επιθυμία να διακριθεί σε κάποιον τομέα (επαγγελματικό, ερωτικό κ.ά.), ακριβώς για να αντισταθμίσει την χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Ή να βάλει στόχο να κάνει κάτι που δεν του ταιριάζει πραγματικά, π.χ. να γίνει επιστήμονας, μόνο και μόνο για να αποφύγει την απόρριψη του πατέρα του η οποία θα του πυροδοτούσε με τον πιο έντονο τρόπο τις αρνητικές πεποιθήσεις μέσα του.
Ώστε λοιπόν όλοι οι άνθρωποι έχουμε μεταξύ μας τις ίδιες δυνατότητες για να πετυχαίνουμε αυτά που πραγματικά θέλουμε. Όταν δεν πετυχαίνουμε κάτι που θέλουμε, η αιτία είναι η αυτοαμφισβήτηση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: είτε μέσω της υπο-χρησιμοποίησης των δυνατοτήτων μας είτε μέσω της ανάπτυξης μη πραγματικών επιθυμιών που δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητές μας.
Αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα και πιο αναλυτικά για τους τρόπους με τους οποίους οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό ελαττώνουν την απόδοσή μας σε διάφορους τομείς της ζωής μας, διαβάστε το άρθρο «Τρόποι με τους οποίους η αρνητική αυτοεικόνα ελαττώνει την φαινομενική αξία και ικανότητά μας».