Σ′ αυτή την ενότητα θα κάνουμε μία διάκριση ανάμεσα στον όρο «ψυχοθεραπεία» και τον όρο «ψυχανάλυση» γιατί πολύ συχνά συγχέονται μεταξύ τους. Η ψυχανάλυση είναι μία από τις πολλές πλέον μεθόδους ψυχοθεραπείας η οποία επειδή ήταν η πρώτη ιστορικά τόσο καλά συστηματοποιημένη και διαδεδομένη μορφή ψυχοθεραπείας, ταυτίστηκε εσφαλμένα με την ψυχοθεραπεία, όμως κάθε ψυχοθεραπεία, δεν είναι ψυχανάλυση.
Αυτό ισχύει με τον ίδιο τρόπο όπως η πενικιλίνη είναι ένα είδος αντιβιοτικού και μάλιστα το πρώτο ιστορικά και το μοναδικό επί πολλά χρόνια, όμως υπάρχουν πλέον πάρα πολλά ακόμα είδη αντιβιοτικών οπότε κάθε αντιβιοτικό δεν είναι πενικιλίνη, δηλαδή οι όροι «αντιβιοτικό» και «πενικιλίνη» δεν είναι (πλέον) ταυτόσημοι.
Αξίζει να ειπωθεί ότι οι περισσότεροι από τους πιο σπουδαίους θεμελιωτές άλλων μορφών ψυχοθεραπείας, ακόμα και μορφών που παρέκκλιναν πλήρως από την ψυχανάλυση, ήταν αρχικά τυπικοί ψυχαναλυτές.
Ακολουθεί μία εξαιρετικά σύντομη περιγραφή της ψυχανάλυσης για να γίνει ακόμα πιο σαφής η διάκριση ψυχανάλυσης και άλλων μορφών ψυχοθεραπείας.
Στην τυπική ψυχανάλυση οι συναντήσεις ψυχαναλυτή – «ασθενούς» (όπως οι ψυχαναλυτές αποκαλούν τους πελάτες τους) είναι πολύ συχνές, ει δυνατόν καθημερινές (ο ίδιος ο Freud έκανε 6 συναντήσεις την εβδομάδα με τους «ασθενείς» του, σήμερα η αντίστοιχη συχνότητα είναι το ελάχιστο 3 συναντήσεις την εβδομάδα) και ο «ασθενής» ξαπλώνει σ’ ένα ντιβάνι ή καναπέ κοιτώντας το ταβάνι ή τον τοίχο ενώ ο ψυχαναλυτής κάθεται σε μια πολυθρόνα λίγο πιο πίσω από το κεφάλι του. Η συνολική διάρκεια αυτής της θεραπείας σπάνια είναι κάτω της πενταετίας και συχνά ξεπερνάει σε σημαντικό βαθμό αυτή τη διάρκεια.
Οι παραπάνω όροι παρ’ ό,τι καθαρά περιγραφικοί, θεωρούνται ουσιώδεις για την ψυχανάλυση και όχι απλοί τύποι, γιατί προάγουν τον ελεύθερο (χωρίς προφανή λογική συνάφεια) συνειρμό ιδεών και διευκολύνουν την ανάπτυξη του φαινομένου της «μεταβίβασης», της μεταφοράς δηλαδή συναισθημάτων, επιθυμιών, προσδοκιών, φόβων, πεποιθήσεων, κρίσεων που αφορούν σε σημαντικά πρόσωπα της ζωής του ασθενούς στο πρόσωπο του ψυχαναλυτή.
Ο ψυχαναλυτής ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους ελεύθερους συνειρμούς, τα όνειρα και τις υποσυνείδητες αντιστάσεις του ασθενούς. (Αντιστάσεις είναι οι προσπάθειες που καταβάλει χωρίς να το συνειδητοποιεί ο ασθενής να μην συνειδητοποιήσει ασυνείδητα συναισθήματα, επιθυμίες, απόψεις, πεποιθήσεις, τάσεις κ.λπ. προκειμένου να αποφύγει τις ψυχικές συγκρούσεις, την αναστάτωση και τον ψυχικό πόνο που φέρνει αυτή η συνειδητοποίηση).
Μ’ αυτό το υλικό που αναπτύσσεται πάντα στο πλαίσιο της μεταβίβασης, ο ψυχαναλυτής με τις ερμηνείες που κάνει, βοηθά τον ασθενή του να κατανοήσει και να συνειδητοποιήσει τα βαθύτερα αίτια των συναισθημάτων του και τα βαθύτερα κίνητρα των συμπεριφορών του κατ’ αρχήν μέσα στη σχέση του με τον ψυχαναλυτή και κατ’ επέκταση στη ζωή του, την τρέχουσα και την παρελθούσα.
Υποτίθεται ότι η παραπάνω αναφερόμενη ενδελεχής ανάλυση, εξήγηση και συνειδητοποίηση επιφέρει αυτομάτως και τη λύση των συμπτωμάτων τα οποία οδήγησαν τον ασθενή στο γραφείο του ψυχαναλυτή. Εντούτοις, αν και αυτή η διαδικασία είναι συχνά πολύ ενδιαφέρουσα και οδηγεί το άτομο να μάθει πολλά για τον εαυτό του, πολλοί αμφισβητούν αν συνεπάγεται απαραίτητα και την επίλυση των ψυχολογικών του προβλημάτων.
Είναι αλήθεια πως αυτό το ζητούμενο,- πιθανόν λόγω της μακροχρόνιας διάρκειας της ψυχανάλυσης- δεν έχει ερευνηθεί ποτέ μέσω τυπικών μελετών μέτρησης αποτελεσματικότητας ώστε να αποδειχθεί στην πράξη αν και σε ποιο βαθμό ικανοποιείται.
Σχετικές προς την ψυχανάλυση είναι οι «ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες» που βασίζονται στις ίδιες θεωρητικές βάσεις με την ψυχανάλυση αλλά δεν τηρούν τον έναν ή και τους δύο από τους παραπάνω ουσιώδεις όπως εξηγήσαμε όρους της μεγάλης συχνότητας των συναντήσεων και του ντιβανιού.