Περίληψη
Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία βασίζεται στην ιδέα ότι για κάθε μορφής ψυχική ταραχή ή δυσφορία δεν ευθύνεται ένα γεγονός ή μία κατάσταση, αλλά ο τρόπος με τον οποίον αντιλαβανόμαστε αυτό το γεγονός ή την κατάσταση. Ο τρόπος αντίληψης ενός γεγονότος καθορίζεται από τις σκέψεις γύρω από το γεγονός τις οποίες πιστεύει κάποιος σαν να είναι αλήθεια και που ονομάζονται “πεποιθήσεις” ή “γνωσίες”. Ο γνωσιακός ψυχοθεραπευτής βοηθάει τον θεραπευόμενό του να βρει αυτές τις πεποιθήσεις ποιες είναι και μετά τις θέτουν μαζί υπό διερεύνηση για να δουν αν αυτά που πιστεύει είναι αλήθεια (αναντίρρητο, αναμφισβήτητο γεγονός που ισχύει σίγουρα και σε απόλυτο βαθμό) ή μήπως είναι απλά υποθέσεις και απόψεις. Κατά κανόνα πίσω από τις δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις βρίσκονται δυσάρεστες υποθέσεις ή απόψεις γύρω από ένα γεγονός. Αν αυτές αντισταθμιστούν από άλλες, ευχάριστες υποθέσεις ή απόψεις που να είναι εξ’ ίσου ή και περισσότερο βάσιμες σχετικά με τις δυσάρεστες, η επίδραση των δυσάρεστων υποθέσεων και απόψεων εξουδετερώνεται, η ψυχική γαλήνη και υγεία αποκαθίστανται και ως εκ τούτου επιπλέον βελτιώνεται και η λειτουργικότητα του θεραπευόμενου.
Κυρίως άρθρο
Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία είναι μία πολύ διαδεδομένη μορφή ψυχοθεραπείας η οποία έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά της στην πράξη μέσα από σχετικές μελέτες που έχουν γίνει.
Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία με την συγκεκριμένη μορφή που υποδηλώνει αυτός ο τίτλος επινοήθηκε από τον αμερικανό ψυχίατρο Aaron Beck τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Ανάλογης όμως μορφής ψυχοθεραπεία με τον τίτλο «Ορθολογική Συναισθηματική Συμπεριφορική Θεραπεία» («Rational Emotive Behavioral Therapy») είχε επινοηθεί λίγο νωρίτερα, το 1955 από τον αμερικανό ψυχολόγο Albert Ellis. Ας σημειώσουμε ότι και οι δύο αυτοί επιστήμονες είχαν στην αρχή της καριέρας τους εκπαιδευτεί στην ψυχανάλυση και την είχαν εφαρμόσει στην πράξη, όμως δεν πείστηκαν από την αποτελεσματικότητά της κι έτσι στράφηκαν σε άλλες μεθόδους ψυχοθεραπείας.
Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία βασίζεται στην διαπίστωση ότι τα συναισθήματα του ανθρώπου δεν οφείλονται όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά στο τι συμβαίνει στην εξωτερική πραγματικότητα, αλλά στο πώς ερμηνεύει αυτά που συμβαίνουν.
Η ιδέα αυτή είναι πολύ παλιά, για παράδειγμα ήδη τη βρίσκουμε ανάμεσα στα ρητά του Έλληνα στωικού φιλόσοφου Επίκτητου (50-120 μ.Χ.): «Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα», δηλαδή τους ανθρώπους δεν τους ταράζουν τα γεγονότα, αλλά αυτά που πιστεύουν γύρω από τα γεγονότα.
Αυτό που ο Επίκτητος ονομάζει «δόγματα», δηλαδή πεποιθήσεις, σκέψεις τις οποίες πιστεύουμε ως αληθινές, στην γνωσιακή ψυχοθεραπεία ονομάζονται «γνωσίες» (εξ’ ου και ο όρος «γνωσιακή» θεραπεία).
Ένα κλασικό, απλό παράδειγμα που φέρνει ο Beck, είναι το εξής: Ας πούμε ότι ένας άνθρωπος κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού του και διαβάζει ένα βιβλίο, είναι μόνος του και είναι νύχτα. Κάποια στιγμή, εκεί που επικρατεί ησυχία, ακούγεται ένας θόρυβος από το διπλανό δωμάτιο. Αυτή είναι η κατάσταση, αυτά είναι τα γεγονότα. Πώς θα νοιώσει ο άνθρωπος του παραδείγματός μας απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν;
Εξαρτάται απ’ το ποιες σκέψεις θα πιστέψει γύρω απ’ το γεγονός. Αν πιστέψει τη σκέψη «μπήκε ένας διαρρήκτης στο σπίτι», τότε θα νοιώσει φόβο. Αν όμως πιστέψει την σκέψη «ο άνεμος έκανε το παραθυρόφυλλο να χτυπήσει», τότε θα νοιώσει ήρεμος.
Η ίδια κατάσταση, το ίδιο γεγονός, μπορεί να προκαλέσει διαμετρικά αντίθετες συναισθηματικές αντιδράσεις ανάλογα με έναν καθοριστικό παράγοντα που μεσολαβεί: το τι θα πιστέψει ο άνθρωπος (το «δόγμα» στο ρητό του Επίκτητου, η «γνωσία», η «πεποίθηση»).
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Ας πούμε ότι κάποιος διασταυρώνεται στο δρόμο μ’ ένα γνωστό του, κι εκείνος δεν τον χαιρετάει. Αν πιστέψει τη σκέψη «με αγνοεί, με περιφρονεί, δεν μου δίνει σημασία», θα νοιώσει άσχημα, πιθανόν και να θυμώσει. Αν πιστέψει την σκέψη «δεν με πρόσεξε, γιατί ήταν πολύ απορροφημένος από τα προβλήματά του», θα είναι ήρεμος.
Στη καθημερινότητά μας, δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά διαρκώς πιστεύουμε σε διάφορες σκέψεις που μας φέρνει το μυαλό μας και είναι αυτές οι πεποιθήσεις που καθορίζουν το πώς νοιώθουμε. Αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους, είτε θεωρούνται ψυχικά υγιείς είτε ψυχικά «ασθενείς», απλά εκείνοι που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές έχουν την τάση να πιστεύουν πολύ πιο συχνά σε σκέψεις αρνητικές απ’ ό,τι οι πιο υγιείς.
Με άλλα λόγια η ίδια η ψυχική διαταραχή, μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται σε πεποιθήσεις που ταράζουν την ψυχή, ασχέτως αν αυτές οι πεποιθήσεις έχουν ως κύρια αρχική αιτία εμπειρίες του ατόμου ή βιολογικούς παράγοντες. (Περισσότερα για την αιτία των ψυχικών διαταραχών βλ. το άρθρο «Ποια είναι η αιτία των ψυχικών διαταραχών;» ).
Στη γνωσιακή ψυχοθεραπεία ο ψυχοθεραπευτής επικεντρώνει την προσοχή του στην ανακάλυψη των πεποιθήσεων του ατόμου οι οποίες τον ταράζουν ψυχικά και ζητά από τον θεραπευόμενό του να τις θέσουν υπό διερεύνηση, δηλαδή να εξετάσουν κατά πόσον είναι αλήθεια αυτά που πιστεύει ή όχι.
Κατ’ αρχήν ας θυμηθούμε ότι «αλήθεια» είναι μόνο κάτι για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι 100% . Κάτι για το οποίο δεν είμαστε 100% σίγουροι, δεν είναι η αλήθεια, αλλά μία υπόθεση γύρω από την αλήθεια.
Κάποιος λέει π.χ. «οι συνάδελφοί μου στη δουλειά με αντιπαθούν». Πώς μπορεί να είναι σίγουρος 100% γι αυτό; Τους πήρε έναν-έναν, τους ρώτησε και του το επιβεβαίωσαν; Αν όχι, τότε η σκέψη του είναι υπόθεση η οποία μπορεί μεν να βασίζεται σε κάποια επιχειρήματα, αλλά όσο τα επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν ατράνταχτες αποδείξεις, η σκέψη του δεν είναι αλήθεια.
Επίσης, αλήθεια είναι κάτι που ισχύει απόλυτα, όχι μόνο εν μέρει. Και κάτι που δεν ισχύει απόλυτα, δηλαδή περιγράφει μόνο μία πτυχή της πραγματικότητας, πάλι δεν είναι (όλη) η αλήθεια, αλλά μία άποψη της αλήθειας. Ας δούμε έναν αρχαίο ινδικό μύθο που μας δείχνει ακριβώς αυτό.
Πέντε τυφλοί ρωτήθηκαν με τι μοιάζει ο ελέφαντας και ο καθένας τους έδωσε και από μία διαφορετική περιγραφή ανάλογα με το ποιο μέρος του ελέφαντα ψηλαφούσαν. Αυτός που ψηλαφούσε ένα του πόδι, είπε ότι ο ελέφαντας είναι σαν κορμός δέντρου, αυτός που ψηλαφούσε ένα του αυτί, είπε ότι ο ελέφαντας είναι σαν ένα τεράστιο φύλο, αυτός που ψηλαφούσε την προβοσκίδα, είπε ότι ο ελέφαντας είναι σαν ένας μακρύς σωλήνας, αυτός που ψηλαφούσε έναν του χαυλιόδοντα, είπε ότι ο ελέφαντας είναι σαν ένα μεγάλο κέρατο και αυτός που ψηλαφούσε την ουρά του, είπε ότι ο ελέφαντας είναι σαν ένα μακρύ μαστίγιο με μια φούντα στην άκρη του. Ο καθένας απ’ τους τυφλούς, συνέλαβε μεν κάτι από την αλήθεια για το πώς είναι ο ελέφαντας, αλλά μόνο μία άποψή της.
Στο πρώτο μας παράδειγμα είδαμε ότι η σκέψη που είχε κάποιος «όλοι οι συνάδελφοί μου στη δουλειά με αντιπαθούν» είναι υπόθεση και όχι αλήθεια. Ακόμα όμως κι αν αποδεικνυόταν ότι όλοι οι συνάδελφοί του στη δουλειά όντως τον αντιπαθούν, η σκέψη «οι συνάδελφοί μου στη δουλειά με αντιπαθούν» δεν ισχύει απόλυτα, δηλαδή δεν εκφράζει (όλη) την αλήθεια, είναι μόνο μία άποψη της αλήθειας.
Άλλες απόψεις της αλήθειας είναι: «υπάρχουν και στιγμές που οι συνάδελφοί μου δεν αισθάνονται αντιπάθεια για μένα»·«εγώ δεν συμπαθώ τους συναδέλφους μου»· «εγώ φοβόμουν ότι θα με απορρίψουν και με την (επιθετική, αμυντική, περιφρονητική, αποστασιοποιημένη) συμπεριφορά μου τους έκανα να με αντιπαθήσουν»· «εγώ δεν συμπαθώ τον εαυτό μου».
Είναι εντυπωσιακό το πόσο αλλάζει η ψυχική κατάσταση του ανθρώπου όταν συνειδητοποιήσει ότι η σκέψη που τον στενοχωρούσε, τον φόβιζε, τον άγχωνε, τον έκανε να νοιώθει ενοχή κ.λπ., δεν είναι αλήθεια, αλλά είναι απλά μία υπόθεση ή μια άποψη. Διότι εκείνο που μας ταράζει ψυχικά είναι ότι εκλαμβάνουμε αρνητικές υποθέσεις και απόψεις σαν αναντίρρητα γεγονότα και σαν να είναι όλη η πραγματικότητα, σαν να είναι δηλαδή αλήθεια.
Αν κάποιος πιστεύει την σκέψη «οι συνάδελφοί μου με αντιπαθούν» σαν να είναι κάτι σίγουρο που περιγράφει όλη την πραγματικότητα, θα νοιώθει στενοχώρια, θυμό, πικρία κ.λπ.. Μπορεί όμως να δει ότι αυτή η σκέψη δεν είναι παρά μόνο μία υπόθεση και μία άποψη και ότι υπάρχουν και άλλες υποθέσεις και απόψεις που είναι ευχάριστες ή που δεν είναι δυσάρεστες ή που του ανοίγουν διεξόδους που ούτε καν τις είχε φανταστεί. Μπορεί μάλιστα να διαπιστώσει ότι υπάρχουν εξ’ ίσου ισχυρά ή και ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ αυτών των άλλων υποθέσεων και απόψεων και τότε το μυαλό του θα ξεκολλήσει από τις αρνητικές υποθέσεις και απόψεις.
Έτσι διατηρεί την επίγνωση όλων των αρνητικών υποθέσεων και απόψεων, όμως επειδή ανοίγει τον ορίζοντά του και συνειδητοποιεί μία πληθώρα άλλων υποθέσεων και απόψεων (μη αρνητικών, θετικών, που δίνουν διεξόδους), το μυαλό του παύει να πιστεύει τις πρώτες σαν να είναι αλήθεια και τα δυσάρεστα συναισθήματά του ή η όποια ψυχική του δυσφορία υποχωρούν.
Πράγματι, μπορείτε να πειραματιστείτε πάνω σ’ αυτό. Ας πούμε ότι μία δυσάρεστη σκέψη την οποία πιστεύετε, σας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα όπως π.χ. «είμαι μόνος μου» ή «θα ξεμείνω από χρήματα» ή «ο άντρας μου δεν με σέβεται» κ.λπ.. Αν αναρωτηθείτε πώς θα νοιώθατε αν απλά και μόνο δεν πιστεύατε αυτήν την σκέψη (χωρίς να πιστεύετε κάποια θετική), θα διαπιστώσετε ότι θα νοιώθατε περισσότερη ηρεμία.
Οι θετικές σκέψεις μας χρειάζονται μόνο σαν αντίδοτο, σαν αντίβαρο για να εξουδετερώσουμε την βεβαιότητα που τρέφουμε για τις αρνητικές, για να σταματήσουμε να πιστεύουμε σαν αλήθεια αρνητικές σκέψεις που είναι υποθέσεις και απόψεις. Έτσι θα αποκαταστήσουμε την ψυχική μας γαλήνη, χωρίς όμως να κλείνουμε τα μάτια (με ό,τι αρνητική συνέπεια θα μπορούσε να έχει αυτό) στα αρνητικά σενάρια.
Αυτό είναι ένα σημείο όπου μερικοί χάνουν την ουσία της γνωσιακής θεραπευτικής προσέγγισης με αποτέλεσμα κάποιοι να την κατακρίνουν, πιθανόν γιατί στα αρχικά της στάδια και για πολύ καιρό μετά, ίσως και μέχρι σήμερα δεν έγινε αρκετά σαφές: νομίζουν ότι το ζητούμενο στη γνωσιακή θεραπεία είναι η αντικατάσταση αρνητικών πεποιθήσεων με θετικές, διότι οι θετικές είναι οι σωστές και οι αρνητικές οι λάθος.
Σ’ αυτήν την εσφαλμένη άποψη έχει βασιστεί κι η πολύ διαδεδομένη τακτική του περίφημου «positive thinking» (θετικό σκέπτεσθαι). Λέγε κάθε πρωί στον εαυτό σου «όλα θα πάνε καλά, θα τα καταφέρω» κι έτσι θα φτιάξει η διάθεσή σου. Ναι, θα φτιάξει, αλλά όχι για πολύ, γιατί με το θετικό σκέπτεσθαι απλά απωθείς το αρνητικό στο υποσυνείδητο, δεν ξεμπροστιάζεις το ότι δεν είναι αλήθεια (δεν είνια δηλαδή σίγουρο και απόλυτο) κι έτσι σύντομα θα έρθει στο προσκήνιο και θα σε κάνει να νοιώσεις άσχημα. Επίσης, αποκλείοντας το μυαλό σου από τις δυσμενείς (αλλά όχι απίθανες) υποθέσεις, χάνεις σε προνοητικότητα.
Στην σωστή της εφαρμογή και την πιο εξελιγμένη της μορφή, η γνωσιακή θεραπεία χρησιμοποιεί τις όποιες «θετικές» σκέψεις μόνο για να εξουδετερώσει και να εξορίσει από την κατηγορία «αλήθειες» όπου χωρίς να το καταλαβαίνουμε έχουμε θέσει τις αρνητικές, όχι για να βάλει στη θέση τους νέες θετικές ψευδο – αλήθειες. Ασφαλώς για να γίνει αυτό, πρέπει οι «θετικές» σκέψεις να στηριχτούν με επιχειρήματα (που πολλές φορές όπως είπαμε πείθουν περισσότερο απ’ τα επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης υπόθεσης ή άποψης), αλλά και πάλι πρόκειται για μία διαδικασία που έχει ως σκοπό να τις κάνει επαρκώς πειστικές και όχι σώνει και καλά να τις αποδείξει ως αναντίρρητες αλήθειες.
Είναι χρήσιμο να τονίσουμε ότι όταν κάποιος βρίσκει την ψυχική γαλήνη μέσα από την συνειδητοποίηση ότι αυτά που τον ταράζουν δεν είναι αλήθεια, δεν κλείνει τα μάτια του ούτε σ’ αυτά καθ’ αυτά τα γεγονότα ούτε στις πιθανές «δυσμενείς» υποθέσεις και απόψεις που έχει γύρω από τα γεγονότα· δεν τα αποκλείει όλ’ αυτά από την επίγνωσή του, δεν τα ξεχνάει, δεν τα απωθεί στο υποσυνείδητό του όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι για να χαλαρώσουν ψυχικά. Πετυχαίνει δηλαδή τον συνδυασμό ψυχική ηρεμία μαζί με επίγνωση της κατάστασης με τις όποιες δυσκολίες της, που εξασφαλίζει την μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα.
Θα δούμε τρεις διαφορετικούς βασικούς τρόπους με τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να αντιμετωπίζει την ζωή του, για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το σημείο.
Ας πούμε ότι ένας άνθρωπος έχει οικονομικά προβλήματα, έχει απλήρωτους λογαριασμούς, απλήρωτο το νοίκι του σπιτιού του κ.λπ. και νοιώθει άγχος γι αυτό.
Ένας τρόπος αντιμετώπισης είναι απλά να απωθήσει στο υποσυνείδητό του το γεγονός ότι έχει απλήρωτους λογαριασμούς και πολύ λίγα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό· επίσης μπορεί να απωθήσει την δυσμενή υπόθεση ότι σε λίγο καιρό είναι πιθανό να βρεθεί χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή άστεγος στο δρόμο και να το πετύχει αυτό με σκέψεις όπως «έχει ο Θεός, θα βρεθεί λύση, όλα θα πάνε καλά, ωχ αδελφέ, έλα μωρέ τώρα». Αυτός πετυχαίνει να ηρεμήσει, όμως χαλαρώνοντας ψυχικά μέσω της απώθησης, θα αυξηθούν πολύ οι πιθανότητες να χειροτερέψει η κατάστασή του, διότι αποκλείοντας από την επίγνωσή του γεγονότα και δυσμενείς υποθέσεις γύρω απ’ αυτά, δεν θα έχει κανένα λόγο να λάβει τα μέτρα του.
Ο δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι όταν κρατάει στο μυαλό του τα γεγονότα και τις δυσμενείς υποθέσεις, αλλά κάνει ένα λάθος: εκλαμβάνει τις υποθέσεις ως γεγονότα. Δηλαδή δεν στέκεται στο γεγονός «δεν έχω λεφτά και έχω απλήρωτους λογαριασμούς και χρωστάω ενοίκια» αλλά πιστεύει σαν να είναι επίσης αναντίρρητα γεγονότα (ενώ είναι μόνο υποθέσεις) τις σκέψεις «δεν θα τα καταφέρω, δεν θα βρω δουλειά, δεν θα βρω λεφτά, θα μου κόψουν το ρεύμα, θα βρεθώ στον δρόμο, δεν θα έχω να φάω κ.λπ.».
Πιστεύοντας αυτές τις υποθέσεις σαν αλήθειες, ταράζεται ψυχικά και ναι μεν σε σχέση με τον άνθρωπο της πρώτης περίπτωσης έχει κίνητρο να λάβει τα μέτρα του απέναντι στη δύσκολη κατάσταση, αλλά το άγχος και γενικά το ψυχικό στρες που βιώνει, όχι μόνο του διαβρώνουν την ποιότητα της ζωής, αλλά του ελαττώνουν και την λειτουργικότητά του. Διότι υπό την επήρεια αρνητικών συναισθημάτων σκέφτεται απαισιόδοξα, δεν βλέπει ευκαιρίες, βλέπει παντού εμπόδια, αλά ακόμα κι αν βρει κάποια λύση, δεν έχει την ψυχική διάθεση να την εφαρμόσει.
Η γνωσιακή θεραπεία, που κατά τη γνώμη μου πάει πολύ μακρύτερα από τον στενό όρο «ψυχοθεραπεία» και αποτελεί μία ολόκληρη φιλοσοφία ζωής, μας βάζει στην πιο πλεονεκτική θέση απ’ όλες:
Μέσω αυτής της απλής τακτικής της διερεύνησης αν κάτι που πιστεύουμε είναι κυριολεκτικά αλήθεια ή όχι, πετυχαίνουμε κάτι μοναδικό, δηλαδή κρατάμε και την επίγνωση της κατάστασης, όσο δύσκολη κι αν είναι, αλλά και την ψυχραιμία μας. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε και το κίνητρο για δράση, αλλά και το βέλτιστο ψυχολογικό κλίμα για την λήψη και την εκτέλεση αποφάσεων. Ας το δούμε αυτό πιο αναλυτικά.
Κρατάμε την επίγνωση των γεγονότων και όλων των σχετικών υποθέσεων και απόψεων όσο δυσμενών κι αν είναι, δηλαδή δεν απωθούμε ότι δεν έχουμε π.χ. λεφτά και ότι έχουμε απλήρωτους λογαριασμούς ούτε ότι υπάρχει η πιθανότητα και να μην τα καταφέρουμε να βρούμε λεφτά και να μείνουμε στο δρόμο.
Όμως σκέψεις όπως «δεν θα τα καταφέρω, δεν θα βρω λεφτά, θα βρεθώ στο δρόμο, θα πεινάσω» κ.λπ., τις αποσύρουμε ας το πούμε έτσι από το ράφι του μυαλού μας που γράφει «γεγονότα – αλήθειες» και τις τοποθετούμε στο ράφι που γράφει «υποθέσεις – απόψεις». Αυτή η μετάθεση καθώς και το γεγονός ότι σ’ αυτό το ράφι υπάρχουν και θετικές υποθέσεις (όπως «θα τα καταφέρω, θα βρω λεφτά, θα βρω λύση» κ.λπ.) οι οποίες μάλιστα μπορούν να στηριχτούν με εξ’ ίσου ισχυρά ή και με ισχυρότερα επιχειρήματα από τις αρνητικές, επιτρέπει στο μυαλό μας κάτι πολύ σημαντικό: να ξεκολλήσει από τις αρνητικές σκέψεις, δηλαδή να πάψει να τις πιστεύει σαν να είναι αληθινές και έτσι να επέλθει όπως είδαμε πιο πάνω γαλήνη στην ψυχή μας.
Αυτή η ψυχική γαλήνη σε αντίθεση με τον άνθρωπο της πρώτης περίπτωσης θα έχει έρθει χωρίς να έχουμε κλείσει τα μάτια στα γεγονότα και τις δυσμενείς υποθέσεις γύρω από τα οικονομικά του που σημαίνει ότι θα έχουμε πετύχει τον άριστο συνδυασμό ψυχικής αταραξίας με επίγνωση.
Με την γνωσιακή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση λοιπόν, πετυχαίνουμε έναν συνδυασμό διατήρησης τόσο της επίγνωσης της πραγματικότητας και όλων των απόψεων / υποθέσεων γύρω απ’ αυτήν όσο και ταυτόχρονα της ψυχικής μας ηρεμίας, έναν συνδυασμό που εκτός του ότι κρατά το επίπεδο της ψυχικής μας υγείας ψηλά, είναι και ο ιδανικός για να αξιοποιήσουμε στον μέγιστο βαθμό τις δυνάμεις μας και να είμαστε στον μέγιστο δυνατό βαθμό λειτουργικοί.
Τέλος να προσθέσω κάτι εξαιρετικά σημαντικό, ότι η ψυχική ηρεμία που πετυχαίνεται μέσω της διερεύνησης της αλήθειας, εκτός του ότι εξασφαλίζει την μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα, ισοδυναμεί με βαθιά ψυχική γαλήνη, αληθινή ευτυχία, άνευ όρων αγάπη, διότι συνοδεύεται από τον υψηλότερο δυνατό βαθμό συνειδητότητας και δεν εξαρτάται από τα εξωτερικά γεγονότα.
Αντίθετα, η ψυχική ηρεμία που βασίζεται στην απώθηση (αυτή που συνήθως οι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους όταν μιλάνε για ψυχική χαλάρωση), εκτός του ότι οδηγεί πολλές φορές σε δυσλειτουργία, είναι απλά απουσία δυστυχίας, είναι δηλαδή πιο κοντά στην ασυνείδητη (άρα χωρίς αξία) και πλήρως εξαρτημένη από τις εξωτερικές συνθήκες «ευτυχία» του νεογνού και όχι στη συνειδητή, αληθινή ευτυχία του πλήρως ενήλικου και πραγματικά σοφού ανθρώπου.