Όταν μας συμβαίνει κάτι κακό, είναι συνήθης αντίδραση να αναρωτιόμαστε γιατί να συμβεί αυτό σε μας. Στην πραγματικότητα αυτή η ερώτηση ενώ φαίνεται ότι μένει αναπάντητη, έχει ήδη απαντηθεί από ένα μέρος μέσα μας υποσυνείδητα, γι αυτό και συνοδεύεται από τόσο ψυχικό πόνο.
Η απάντηση αυτή είναι: «διότι ο Θεός, η Τύχη, το Σύμπαν, κάποια ανώτερη δύναμη τέλος πάντων, δεν μ’ αγαπάει, δεν με συμπαθεί, δεν με σέβεται (αφού μου στέλνει αυτό το κακό και αφού μου φέρεται άδικα) κι αυτό γιατί δεν αξίζω την αγάπη της και τον σεβασμό της, άρα κάτι πολύ κακό είμαι, κάτι πολύ ελαττωματικό έχω». Μπορεί να αδυνατούμε να βρούμε τι ελάττωμα έχουμε ή τι κακό είμαστε, αλλά αυτό δεν έχει σημασία· σημασία έχει η υποσυνείδητη (εσφαλμένη) πεποίθηση ότι είμαστε ανάξιοι της αγάπης και του σεβασμού της ανώτερης δύναμης με όσες προεκτάσεις έχει αυτό στη ζωή μας.
Τέτοιου είδους πεποιθήσεις διεγείρονται μέσα μας κάθε φορά που μας συμβαίνει κάτι κακό, ακόμα κι αν δεν κάνουμε καν την ερώτηση «γιατί σε μένα;», ακόμα κι αν συνειδητά αρνούμαστε την ύπαρξη οποιουδήποτε θεού. Πράγματι, είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ψυχή κάθε ανθρώπου η πεποίθηση ότι κάποια ανώτερη δύναμη υπάρχει που δημιούργησε και κινεί τα πάντα και η οποία ως εκ τούτου καθορίζει ή τουλάχιστον επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη ζωή του, ασχέτως αν δεν το συνειδητοποιεί ή δεν θέλει να το παραδεχθεί και ασχέτως αν την ονομάζει Θεό, Σύμπαν, Φύση, Νόμοι της Φύσης, Τύχη, Μοίρα κ.λπ..
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι όντως έχουμε μέσα μας την πεποίθηση «δεν μ’ αγαπάει ο Θεός (ή όποια άλλη ανώτερη δύναμη)» ή «δεν αξίζω την αγάπη ή την εύνοια του Θεού» και εν συνεχεία να δούμε ότι αυτό δεν αληθεύει.
Όσοι πιστεύουν στον Θεό είναι καλό να τον αντιληφθούν ως ένα τέλειο ον που αγαπάει αληθινά, χωρίς όρους, αγαπάει όλους το ίδιο, ανεξάρτητα απ’ το ποιοι είναι και τι έχουν κάνει· δεν διακατέχεται δηλαδή από την αδυναμία του ανθρώπου ο οποίος αγαπάει μόνο υπό τον όρο να γίνονται τα πράγματα όπως θέλει. Αν φαντάζονται τον Θεό σαν ένα ον με τις αδυναμίες του ανθρώπου που θυμώνει, φθονεί, απογοητεύεται, κάνει διακρίσεις κ.λπ., τότε δεν μπορούν να απαλλαγούν από τον πόνο που γεννά η ερώτηση «γιατί σ’ εμένα;», αφού η απάντηση θα είναι αυτή που είπαμε πιο πάνω.
Κι αν έχουν ανάγκη να πιστέψουν ότι θα ήταν άδικο ο Θεός να αγαπάει το ίδιο τον «κακό» και τον «καλό» άνθρωπο, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν ότι για όσο χρονικό διάστημα ένας άνθρωπος φέρεται ως «κακός», θα είναι κατά βάθος ή και εμφανώς δυστυχής απ’ αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ότι φέρεται ως «κακός». Διότι θα βιώνει μέσα του θυμό, μίσος και θα βρίσκεται ουσιαστικά σε απομόνωση από τους άλλους. Αντίθετα ο πραγματικά «καλός» άνθρωπος (όχι αυτός που από φόβο φέρεται καλά) θα είναι ευτυχής απ’ αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ότι θα νοιώθει μέσα του αγάπη, καλοσύνη και θα συνδέεται με καλές και ομαλές σχέσεις με τους γύρω του.
Ήδη αυτό το γεγονός αποδίδει μία άμεση, φυσική, νομοτελειακή και αναπόδραστη δικαιοσύνη, και δεν χρειάζεται ο Θεός να επεμβαίνει με το να στερεί την αγάπη του από κανέναν.
Έτσι λοιπόν, κάθε σκέψη τύπου «ο Θεός δεν μ’ αγαπάει» ή «ο Θεός με αδικεί» κ.λπ. είναι πολύ μακριά απ’ την αλήθεια, άσχετα του τι έχουμε κάνει ή ποιοι είμαστε.
Τίθεται όμως το ερώτημα, αφού ο Θεός αγαπάει τους πάντες εξίσου, γιατί σε κάποιους στέλνει κάποια κακά και σε κάποιους άλλους όχι; Η απάντηση είναι ότι είναι αναγκαίο από τους νόμους που διέπουν τη φύση να πάθουν κάτι κακό. Είναι αδύνατο, φύσει αδύνατο να μην πάθει ποτέ κανένας κακό. Για παράδειγμα δεν είναι δυνατό να μην πάθει κανένας ποτέ καρκίνο. Το ορίζουν προφανώς οι νόμοι της φύσης σύμφωνα με τους οποίους ναι μεν η πλειοψηφία των κυττάρων θα αναπαράγονται φυσιολογικά, όμως κάποια θα ξεφύγουν οπωσδήποτε και θα γίνουν καρκινικά.
Ας δούμε ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε την έννοια της αναγκαιότητας του κακού. Ας πούμε ότι κάποιος είναι υπεύθυνος σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για τη μοιρασιά στους φτωχούς ρούχων που έχουν συγκεντρωθεί από διάφορους δωρητές. Οι δωρητές συνέβαλαν όλοι με βάση τις δυνατότητές τους, άλλος π.χ. δώρισε καινούργια ρούχα, άλλος παλιά και φθαρμένα. Κι έχουν μείνει τώρα δύο σακάκια, ένα ολοκαίνουργιο κι ένα παλιό και μπαλωμένο. Και απέμειναν επίσης δύο φτωχοί για να μοιραστούν αυτά τα σακάκια. Αυτός που έχει αναλάβει τη μοιρασιά, όσο δίκαιος και να είναι, όσο αμερόληπτα και εξ’ ίσου να αγαπάει τους φτωχούς συνανθρώπους του, θα αναγκαστεί να δώσει στον ένα το ολοκαίνουργιο σακάκι και στον άλλον το παλιό και φθαρμένο.
Αν οι δύο λήπτες της δωρεάς δεν γνωρίζουν την αναγκαιότητα που οδήγησε σ’ αυτήν την άνιση μοιρασιά, θα σκεφτούν ο μεν ευνοημένος ότι ο υπεύθυνος της μοιρασιάς τον αγαπάει και τον συμπαθεί, ο δε «αδικημένος» ότι ο υπεύθυνος της μοιρασιάς δεν τον αγαπάει, τον αντιπαθεί και τον αδικεί. Κάπως έτσι είναι η αντίδρασή μας όταν βγάζουμε συμπεράσματα για την αγάπη του Θεού απέναντί μας από τα αυτά που μας συμβαίνουν στη ζωή.
Δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν την αναγκαιότητα που κρύβεται πίσω απ’ την άνιση κατανομή των καλών και των κακών, μία αναγκαιότητα που οφείλεται στους νόμους που κινούν ολόκληρο το σύμπαν. Και αν κάποιος ρωτήσει «δεν μπορούσε ο Θεός να φτιάξει τους νόμους της φύσης έτσι ώστε να μην υπάρχουν καθόλου αρρώστιες, να μην υπάρχουν καθόλου σεισμοί, πυρκαγιές, λιμοί και πλημμύρες, να μην υπάρχουν καθόλου άνθρωποι με κακή συμπεριφορά;», η απάντηση είναι προφανώς όχι. Αν θέλουμε να υπάρχει σύμπαν, αν θέλουμε να υπάρχει ζωή, υπάρχουν και φυσικοί νόμοι. Και σύμφωνα μ’ αυτούς τους νόμους, είναι ανάγκη όπως φαίνεται ξεκάθαρα, να συμβαίνουν όχι μόνο καλά, αλλά και κακά γεγονότα, τουλάχιστον μέχρι τώρα, γιατί τα πάντα εξελίσσονται.
Τώρα στο ερώτημα ποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα πάθουν τα αναγκαία κακά είναι σε τελευταία ανάλυση καθαρά τυχαίο, δηλαδή δίχως καμία αιτία. Με άλλα λόγια δεν εμπλέκεται τίποτα προσωπικό ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο στην αναγκαστικά άνιση μοιρασιά των κακών και των καλών· με τον ίδιο τρόπο που δεν εμπλέκεται τίποτα προσωπικό ανάμεσα στους δύο φτωχούς του παραδείγματος και τον υπεύθυνο του φιλανθρωπικού ιδρύματος ο οποίος δίνει στην τύχη, χωρίς κανένα κριτήριο, στον έναν το «καλό» και στον άλλον το «κακό» σακάκι.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που απορρίπτουν την έννοια του Θεού, όμως όπως είπαμε υποσυνείδητα ή συνειδητά την υποκαθιστούν με τους Νόμους της Φύσης. Εκείνοι αν νοιώθουν να βασανίζονται απ’ το ερώτημα «γιατί σ’ εμένα», σημαίνει ότι έχουν προσωποποιήσει χωρίς να το καταλαβαίνουν απρόσωπους νόμους και αυτή η συνειδητοποίηση θα τους ανακουφίσει από την υποσυνείδητη επώδυνη αίσθηση ότι έχουν πέσει στη δυσμένεια μιας ανώτερης δύναμης.
Πολλοί αναφέρονται στην Μοίρα ως ανώτερη δύναμη, όμως η μοίρα είναι μια άλλη λέξη για την αναγκαιότητα και αναγκαιότητα σημαίνει πάλι απουσία προσωπικών που έχει μαζί μας κάποια ανώτερη δύναμη (μ’ αγαπάει/ δεν μ’ αγαπάει, μ’ ευνοεί/ μ’ έχει βάλει στο μάτι). Αν πάλι υπονοούν ότι υπάρχει και μια δύναμη που μοιράζει μοίρες, τότε τους αφορούν όσα γράψαμε γι αυτούς που πιστεύουν σε κάποιον θεό.
Τέλος, όσοι πιστεύουν στην εύνοια ή την δυσμένεια της Τύχης για τα καλά ή τα κακά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουν το εξής: Αν όντως μιλάνε για τύχη με την πραγματική της έννοια, δηλαδή την πλήρη απουσία αιτίας, τότε όποιο κακό συνέβη σ’ αυτούς, συνέβη σε τελευταία ανάλυση χωρίς καμία αιτία κι όχι γιατί κάποιος τους αδίκησε ή δεν τους αγαπάει ή τους έχει στο μάτι ή είναι «άτυχοι».
Αν πάλι προσωποποιούν την τύχη και εννοούν μ’ αυτήν την λέξη μία ανώτερη δύναμη που φέρνει καλά ή κακά ανάλογα με τις προτιμήσεις της στους «τυχερούς» και τους «άτυχους», τότε χωρίς να το συνειδητοποιήσουν έχουν αποκλίνει εντελώς από την ουσία της έννοιας «τύχη» (χωρίς αιτία) και έχουν κινηθεί στην ουσία της έννοιας «ανώτερη δύναμη που ρυθμίζει τα πράγματα», δηλαδή ένα είδος θεού και άρα τους αφορούν όλα όσα είπαμε γι αυτούς που πιστεύουν στον Θεό.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν στον βαθμό που για τα κακά τα οποία μας συμβαίνουν δεν έχουμε κανένα μερίδιο ευθύνης όπως π.χ. μία αρρώστια που δεν έχει σχέση με την παραμέληση εκ μέρους μας βασικών κανόνων πρόληψης και υγιεινής, μία φυσική καταστροφή που δεν εμπλέκει απουσία πρόνοιας από μας, μία βλαπτική συμπεριφορά άλλου προς εμάς με τον οποίο δεν είχαμε καμία προηγούμενη σχέση κ.λπ.. Ισχύει δηλαδή πως όταν μας συμβαίνει κάτι κακό χωρίς να έχουμε καμία ευθύνη, αποκλείεται να έχει να κάνει με το ότι κάποια ανώτερη δύναμη δεν μας αγαπάει ή είναι εναντίον μας κι ότι απλά είναι τυχαίο, δηλαδή δεν υπάρχει αιτία.
Μερικές φορές όμως υπάρχουν επαναλαμβανόμενα κακά γεγονότα. Είναι πάλι τυχαίο; Μήπως σε κάποιες τουλάχιστον απ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μία κοινή αιτία που βρίσκεται μέσα μας; Αν σας ενδιαφέρει η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, διαβάστε το άρθρο «Γιατί μου τυχαίνουν επανειλημμένα παρόμοιες δυσάρεστες καταστάσεις;»