Είναι διαδεδομένη η πεποίθηση ότι κάποιος που δεν διακόπτει κάποιες βλαβερές συνήθειες, δεν έχει δύναμη θέλησης. Π.χ. κάποιος που δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο ή το υπερβολικό φαγητό ενώ το θέλει, θεωρείται συχνά ως άνθρωπος ψυχικά αδύναμος, χωρίς «δύναμη χαρακτήρα» κ.λπ..
Όμως υπάρχει μία καλύτερη εξήγηση γι αυτό το φαινόμενο η οποία έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Δηλαδή ένας άνθρωπος που έχει μέσα του (τις περισσότερες φορές υποσυνείδητα) αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν, δεν αξίζω να είμαι ευτυχισμένος, δεν αξίζω να με σέβονται, είμαι αδύναμος, είμαι ανίκανος κ.λπ.» κατ’ αρχήν θα νοιώθει μέσα του έντονη ψυχική δυσφορία.
Στην πραγματικότητα λοιπόν αυτή η ψυχική δυσφορία είναι που τον αναγκάζει να ενδίδει σε βλαβερές συνήθειες, αυτή τον αναγκάζει να καπνίζει, να τρώει υπερβολικά, να καταχράται το αλκοόλ ή άλλες ουσίες, να χαρτοπαίζει. Όλες του οι κακές συνήθειες είναι μία προσπάθεια να ανακουφιστεί από τον πόνο ή τον φόβο ή το άγχος ή την θλίψη που έχει μέσα του εξ’ αιτίας των αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό του.
Μόλις πάει να τις διακόψει, η ψυχική δυσφορία πάει να έρθει στην επιφάνεια και απλούστατα η επιθυμία του να αποφύγει τον πόνο γίνεται πιο ισχυρή από την επιθυμία του να διακόψει την κακή συνήθεια.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι αρνητικές πεποιθήσεις του περί αδυναμίας και ανικανότητας είναι σαν να τον υπνωτίζουν και να τον υποβάλουν ότι δεν θα καταφέρει να αντέξει αυτήν την ψυχική δυσφορία, ότι όσο και να προσπαθήσει, τελικά το πάθος του θα τον καταβάλει και δεν θα μπορέσει να το ξεπεράσει· έτσι, σίγουρος ότι δεν έχει νόημα να αντισταθεί, ενδίδει μία ώρα αρχύτερα.
Η κατάσταση χειροτερεύει δραματικά από το γεγονός ότι αφού ενδώσει στη βλαβερή συνήθεια, κατηγορεί τον εαυτό του ως άτομο χωρίς δύναμη θέλησης, ενισχύοντας έτσι άθελά του την αρχική αιτία που ενέδωσε, δηλαδή την κακή εικόνα για τον εαυτό του και τον πόνο που αυτή προκαλεί.
Με άλλα λόγια, κανένας άνθρωπος, όση δύναμη θέλησης κι αν διέθετε, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία του για την κακή συνήθεια, αν είχε τις ίδιας έντασης αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του με κάποιον που ενδίδει στα πάθη του.
Τούτο σημαίνει ότι αν κάποιος προσπαθεί να διακόψει μία βλαβερή του συνήθεια, αλλά δεν τα καταφέρνει, το πρόβλημα της έλλειψης αυτοσυγκράτησής του δεν έγκειται σε κάποιο δήθεν ελάττωμα «αδυναμίας θέλησης», «ψυχικής αδυναμίας», «αδυναμίας χαρακτήρα», αλλά στις αρνητικές πεποιθήσεις που έχει για τον εαυτό του και την ψυχική δυσφορία ή ταραχή που αυτές προκαλούν.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αφού κάποιος που αδυνατεί να πειθαρχήσει στον εαυτό του προς όφελός του, δεν έχει κάποιο ελάττωμα, άρα δεν έχει να κάνει τίποτα γι αυτό και το μόνο που του μένει είναι να παραδοθεί στο πάθος του. Όμως δεν είναι έτσι.
Η παραπάνω εξήγηση απλά δείχνει ότι ο δρόμος για τη λύση του προβλήματος της δυσκολίας ή της αδυναμίας να διακόψουμε μία βλαβερή συνήθεια δεν είναι η στείρα εναντίωσή μας στην τάση μας για την εξακολούθησή της, αλλά η διάλυση των αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό μας.
Για περισσότερα σχετικά με τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τα αποτελέσματά τους στην ψυχική κατάσταση και την λειτουργικότητά μας σε διάφορους τομείς, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Ποια είναι η πραγματική αιτία που νοιώθουμε δυσάρεστα συναισθήματα;»
Επίσης έχει μεγάλη σημασία να έχουμε στο μυαλό μας ότι η αρνητική εικόνα για τον εαυτό είναι συχνά εντελώς υποσυνείδητη και δεν είναι ένα μειονέκτημα όπως γενικά πιστεύεται.
Η αυτοαμφισβήτηση είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο μετά από ένα σημείο εξέλιξης και πέρα του ανθρώπου ως είδος και ως άτομο. Δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για ένα απολύτως φυσιολογικό και αναστρέψιμο επακόλουθο με δύο βασικά αίτια: εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας που μας κλόνισαν την αυτοεκτίμηση (βλ. άρθρο «Πώς οι εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας επηρεάζουν την αυτοεκτίμησή μας» και αυξημένο επίπεδο ευαισθησίας/ευφυΐας/ αυτο-επίγνωσης που μας έκανε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά (βλ. άρθρο «Τι είναι η ευαισθησία και πώς επηρεάζει την αυτοεκτίμησή μας»).
Πολλές φορές αυτή κλονισμένη αυτοεκτίμηση μένει εντελώς απωθημένη στο υποσυνείδητο, ακριβώς γιατί όταν έρχεται στην επιφάνεια πονάει πολύ και διότι θεωρείται γενικά από την κοινωνία ως ελάττωμα χωρίς πραγματικά να είναι.
© 2014 Βασίλης Γιαννακόπουλος Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας