(Φάρμακα που ως κύρια -αλλά όχι μόνη- ένδειξη έχουν την αντιμετώπιση των ψυχωτικών διαταραχών. Για τις υπόλοιπες ενδείξεις, βλ. παρακάτω στις παραγράφους ενδείξεις άτυπων αντιψυχωτικών και ενδείξεις τυπικών αντιψυχωτικών).
Γενικές πληροφορίες
Τα αντιψυχωτικά φάρμακα διακρίνονται σε κατηγορίες.
Ο ένας τρόπος διάκρισής τους είναι σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς ανάλογα με το πότε ανακαλύφθηκαν και κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά.
Τα αντιψυχωτικά εμφανίστηκαν στην ψυχιατρική πρακτική το 1955 με την «χλωροπρομαζίνη» (Thorazine, Largactyl) που ακολουθήθηκε τα επόμενα χρόνια από πλειάδα συναφών φαρμάκων, συνιστώντας όλα μαζί τα πρώτης γενιάς αντιψυχωτικά.
Η χλωροπρομαζίνη ανακαλύφθηκε το 1950 και η αρχική της χρήση ήταν ως αναισθητικό. Το 1952 διαπιστώθηκε ότι είχε και θεραπευτικές αντιψυχωτικές ιδιότητες εκτός από κατευναστικές, δηλαδή ελάττωνε όχι μόνο την διέγερση των ασθενών, αλλά τους ανακούφιζε και από τις ψευδαισθήσεις και τους απάλλασσε από τις παραληρητικές ιδέες τους. Το 1955 πήρε για πρώτη φορά άδεια κυκλοφορίας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η χλωροπρομαζίνη ξεκίνησε μία από τις δύο σημαντικότερες επαναστάσεις στην ιστορία της ψυχιατρικής μέχρι σήμερα, αφού μέχρι την ανακάλυψή της, οι ψυχώσεις αντιμετωπιζόντουσαν μόνο με κατασταλτικά φάρμακα, σωματικό περιορισμό του ασθενούς, λοβοτομή και άλλες βάρβαρες πρακτικές που ως αποκλειστικό σκοπό είχαν τον κατευνασμό και όχι την θεραπεία του ψυχωτικού ασθενούς.
Αλλά και τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, η δεύτερη μεγάλη επανάσταση στην ψυχιατρική, στην ουσία ήταν μία συνέχεια της ανακάλυψης του ρόλου της χλωροπρομαζίνης στην θεραπεία των ψυχώσεων.
Βασικό και συχνά έντονο πρόβλημα των αντιψυχωτικών φαρμάκων πρώτης γενιάς ήταν ανέκαθεν οι σημαντικές παρενέργειες από το εξωπυραμιδικό νευρικό σύστημα (αυτό που χωρίς την δική μας βούληση συντονίζει μεταξύ τους τους μυς και τις εκούσιες κινήσεις του σώματος), δηλαδή κυρίως συμπτώματα παρόμοια με της νόσου του πάρκινσον και όψιμη δυσκινησία (μία διαταραχή όπου το άτομο παρουσιάζει ακούσιες κινήσεις των χειλιών, της γλώσσας και των άκρων).
Αυτό κυρίως το πρόβλημα ήρθαν να λύσουν τα αντιψυχωτικά δεύτερης γενιάς που εμφανίστηκαν την δεκαετία του ‘90 με πρώτη ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ΗΠΑ και Ευρώπη την «ρισπεριδόνη» (Risperdal – 1996) τα οποία προκαλούν πολύ λιγότερες παρενέργειες από το εξωπυραμιδικό νευρικό σύστημα.
Τα περισσότερα αντιψυχωτικά αυτής της γενιάς έχουν εντούτοις ένα άλλο πρόβλημα -μικρότερης σημασίας και συχνότητας από το πρώτο- που είναι ότι επεμβαίνουν στον μεταβολισμό οδηγώντας σε αύξηση της στάθμης της γλυκόζης και των λιπιδίων στο αίμα του ασθενούς.
Το τρίτης γενιάς αντιψυχωτικό «αριπιπραζόλη» (Abilify) έκανε την εμφάνισή του το 2004 και στερείται σημαντικής συχνότητας παρενεργειών τόσο από το εξωπυραμιδικό νευρικό σύστημα όσο και από τον μεταβολισμό γλυκόζης και λιπιδίων.
Τα νεώτερα αντιψυχωτικά δεύτερης και τρίτης γενιάς, ονομάστηκαν και «άτυπα» αντιψυχωτικά επειδή α) δεν είχαν τις παρενέργειες όπως αναφέρθηκε παραπάνω των παλαιότερων αντιψυχωτικών και β) γιατί επηρεάζουν τους υποδοχείς των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο με διαφορετικό τρόπο τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με τα παλαιότερα αντιψυχωτικά κι αυτό τους δίνει διαφορετικές ιδιότητες αναφορικά με τα κλινικά αποτελέσματα.
Έτσι εκτός από τη διάκριση σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς αντιψυχωτικά, έχουμε και την διάκριση σε τυπικά (πρώτης γενιάς) και άτυπα (δεύτερης και τρίτης) γενιάς αντιψυχωτικά.
Ωστόσο οι δύο τρόποι ταξινόμησης δεν αντιστοιχούν ο ένας στον άλλον απόλυτα, γιατί μερικά από τα παλαιότερα αντιψυχωτικά βρέθηκε να έχουν ένα «άτυπο» προφίλ φαρμακολογικής δράσης (και άρα παρενεργειών και θεραπευτικών αποτελεσμάτων).
Έτσι από πολλούς συγγραφείς προτιμάται η ταξινόμηση σε τυπικά και άτυπα αντιψυχωτικά. Παρακάτω αναφέρονται και οι δύο ταξινομήσεις.
Τα άτυπα αντιψυχωτικά (τα περισσότερα δεύτερης και τρίτης γενιάς και μερικά πρώτης) δεν φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τα τυπικά (όλα πρώτης γενιάς). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το άτυπο, πρώτης γενιάς αντιψυχωτικό «κλοζαπίνη» (Leponex) που έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τα υπόλοιπα αντιψυχωτικά, αλλά επειδή εμφανίζει σε ποσοστό 1% των ασθενών που την λαμβάνουν μία θανατηφόρο παρενέργεια (ακοκκιοκυτταραιμία), χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που τα άλλα αντιψυχωτικά αποτυγχάνουν.
Τυπικά αντιψυχωτικά (όλα πρώτης γενιάς)
Αλοπεριδόλη (Πρωτότυπο: Aloperidin. Γενόσημo: Sevium)
Πιμοζίδη (Πρωτότυπο: Pirium. Γενόσημα: όχι)
Χλωροπρομαζίνη (Πρωτότυπο: Largactyl. Γενόσημα: Solidon, Zuledine)
Λεβομεπρομαζίνη (Πρωτότυπο: Nozinan. Γενόσημα: όχι)
Περφαιναζίνη (Πρωτότυπο: Minitran*. Γενόσημα: όχι)
Τριφθοριοπεραζίνη (Πρωτότυπο: Stelazine. Γενόσημα: όχι)
Ζουκλοπενθιξόλη (Πρωτότυπο: Clopixol. Γενόσημα: όχι)
Άτυπα αντιψυχωτικά (τα περισσότερα δεύτερης και τρίτης γενιάς)
Άτυπα αντιψυχωτικά δεύτερης γενιάς
Ρισπεριδόνη (Πρωτότυπο: Risperdal. Γενόσημα: Novoris, Rispenet, Risgal,
Risidral, Adovia, Deteron
κ.ά.)
Παλιπεριδόνη (Πρωτότυπο: Invega. Γενόσημα: όχι
Ολανζαπίνη (Πρωτότυπο: Zyprexa. Γενόσημα: Lazap, Zypefar, Olanzalet,
Norpen, Olenxa, Zypefar κ.ά.)
Κουετιαπίνη (Πρωτότυπο: Seroquel. Γενόσημα: : Quepin, Quetiapine/Teva,
Quetiapine/Generics,
Etiapin)
Ζιπρασιδόνη (Πρωτότυπο: Geodon. Γενόσημα: όχι)
Σερτινδόλη (Πρωτότυπο: Serdolect. Γενόσημα: όχι)
Σουλπιρίδη (Πρωτότυπο: Dogmatyl. Γενόσημα: Calmoflorine)
Αμισουλπρίδη (Πρωτότυπο: Solian. Γενόσημα: Amisulpride/Generics,
Nodasic, Isofredil, Zoloser)
Τιαπρίδη (Πρωτότυπο: Tiapridal. Γενόσημα: όχι)
Άτυπο αντιψυχωτικό τρίτης γενιάς
Αριπιπραζόλη (Πρωτότυπο: Abilify. Γενόσημα: όχι)
Άτυπα αντιψυχωτικά πρώτης γενιάς
Πιπαμπερόνη (Πρωτότυπο: Dipiperon. Γενόχημα: όχι)
Κλοζαπίνη (Πρωτότυπο: Leponex. Γενόσημα: όχι)
Ενδείξεις άτυπων αντιψυχωτικών
– Σχιζοφρένεια και ψυχωτικές διαταραχές που σχετίζονται μαζί της (πρώτης εκλογής).
– Σχιζοσυναισθηματική διαταραχή (πρώτης εκλογής).
– Άλλες ψυχωτικές διαταραχές όπως οργανικά ψυχοσύνδρομα, ψυχωτικές διαταραχές οφειλόμενες σε ουσίες, επιλόχεια ψύχωση (πρώτης εκλογής).
– Αντιμετώπιση οξείας φάσης μανιακών και μεικτών επεισοδίων στην διπολική διαταραχή (πρώτης εκλογής) ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με λίθιο ή βαλπροϊκό οξύ
– Αντιμετώπιση οξείας φάσης καταθλιπτικών επεισοδίων στην διπολική διαταραχή (δεύτερης εκλογής) είτε ως μονοθεραπεία [(κουετιαπίνη (seroquel)] είτε σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικό [(ολανζαπίνη (zyprexa)].
– Μακροχρόνια πρόληψη μανιακών (δεύτερης έως τέταρτης εκλογής) και καταθλιπτικών επεισοδίων (τέταρτης εκλογής) στην διπολική διαταραχή είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με λίθιο ή βαλπροϊκό οξύ.
– Αντιμετώπιση καταθλιπτικών επεισοδίων στην ανθεκτική (μονοπολική) καταθλιπτική διαταραχή (τρίτης έως τέταρτης εκλογής) ως μονοθεραπεία [(κουετιαπίνη (seroquel)] ή σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικό [(κουετιαπίνη (seroquel), ολανζαπίνη (zyprexa)]
– Ενίσχυση της δράσης των αντικαταθλιπτικών στην αντιμετώπιση της καταθλιπτικής διαταραχής.
– Ως μονοθεραπεία για την αντιμετώπιση του άγχους (τρίτης έως τέταρτης εκλογής), κυρίως όταν συνοδεύεται από κατάθλιψη [μικρές δόσεις ρισπεριδόνης (risperdal), κουετιαπίνης (seroquel), αριπιπραζόλης (abilify)]
– Βραχυχρόνια αντιμετώπιση της διέγερσης, της αϋπνίας, της ανάρμοστης σεξουαλικής συμπεριφοράς και της επιθετικότητας στην άνοια (πρώτης ή δεύτερης εκλογής) [ρισπεριδόνη (risperdal)].
Οι παρακάτω ενδείξεις δεν έχουν πάρει επίσημη έγκριση (επειδή δεν είναι επιβεβαιωμένες επαρκώς από διπλές-τυφλές μελέτες αναφορικά με την θεραπευτική τους αξία σε σχέση με τις παρενέργειες, τις επιπλοκές τους και το οικονομικό τους κόστος).
– Αϋπνία ανθεκτική σε άλλα υπνωτικά [ολανζαπίνη (zyprexa), κουετιαπίνη (seroquel)].
– Ενίσχυση της δράσης των αντικαταθλιπτικών στην ιδεοληπτική –καταναγκαστική διαταραχή [ολανζαπίνη (zyprexa), κουετιαπίνη (seroquel), παλιπεριδόνη (invega)].
– Διαταραχές με τικ [ολανζαπίνη (zyprexa), κουετιαπίνη (seroquel), ρισπεριδόνη (risperdal), ζιπρασιδόνη (geodon) και λιγότερο η αριπιπραζόλη (abilify)].
Ενδείξεις τυπικών αντιψυχωτικών
– Σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές (πρώτης ή δεύτερης εκλογής, ανάλογα με τον ιατρό ή το ιατρικό κέντρο στις οξείες φάσεις, συνήθως δεύτερης εκλογής στη χρόνια φάση της θεραπείας συντήρησης)
– Διπολική διαταραχή (τρίτης εκλογής φάρμακα για την αντιμετώπιση των οξειών φάσεων μανίας και τέταρτης εκλογής για την μακροχρόνια πρόληψη μανιακών και καταθλιπτικών φάσεων).
– Άγχος, αϋπνία (τέταρτης εκλογής, σε μικρές δόσεις)
– Διέγερση, επιθετικότητα, παραληρητικές ιδέες στην άνοια [πρώτης ή δεύτερης εκλογής, αλοπεριδόλη (haloperidin), ζουκλοπενθιξόλη (clopixol)].
Μη ψυχιατρικές
– Διαταραχές με τικ [δεύτερης εκλογής, αλοπεριδόλη (haloperidin)]
-Ναυτία και έμετοι, αντιμετώπιση και πρόληψη [χλωροπρομαζίνη (largactyl), αλοπεριδόλη (haloperidin), τριφθοριοπεραζίνη (stelazine)].
– Επίμονος λόξυγκας [χλωροπρομαζίνη (largactyl), αλοπεριδόλη (haloperidin)].
Συνηθέστερες παρενέργειες αντιψυχωτικών
– Ψυχική διέγερση, ανησυχία, αϋπνία (πιο συχνά με τα άτυπα αντιψυχωτικά ζιπρασιδόνη, ρισπεριδόνη, παλιπεριδόνη, σουλπιρίδη, αμισουλπιρίδη)
– Υπνηλία και κόπωση (πιο συχνά με τα άτυπα αντιψυχωτικά ολανζαπίνη και κουετιαπίνη και τα τυπικά αντιψυχωτικά χλωροπρομαζίνη, λεβομεπρομαζίνη, ζουκλοπενθιξόλη, περφαιναζίνη)
-Εξωπυραμιδικά συμπτώματα όπως δυστονίες, ακαθισία, ψευδοπαρκινονισμός, όψιμη δυσκινησία (σε γενικές γραμμές πιο συχνά με τα τυπικά απ’ ό,τι με τα άτυπα αντιψυχωτικά. Από τα τυπικά αντιψυχωτικά, πιο συχνά με αλοπεριδόλη, πιμοζίδη, τριφθοριοπεραζίνη και λιγότερο συχνά με χλωροπρομαζίνη, λεβομεπρομαζίνη, ζουκλοπενθιξόλη, περφαιναζίνη. Μεταξύ των άτυπων αντιψυχωτικών, πιο συχνά με ρισπεριδόνη και λιγότερο συχνά με αριπιπραζόλη, κουετιαπίνη, ολανζαπίνη).
– Ξηροστομία, δυσκοιλιότητα (πιο συχνά με τα τυπικά αντιψυχωτικά χλωροπρομαζίνη και το άτυπο αντιψυχωτικό κουετιαπίνη. Το άτυπο αντιψυχωτικό κλοζαπίνη προκαλεί συχνά σιελόρροια αντί για ξηροστομία).
– Ορθοστατική υπόταση (πιο συχνά με τα τυπικά αντιψυχωτικά χλωροπρομαζίνη και λεβομεπρομαζίνη και με τα άτυπα αντιψυχωτικά κουετιαπίνη και κλοζαπίνη).
– Ενδοκρινικές και μεταβολικές παρενέργειες όπως:
Αύξηση επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα, αύξηση επιπέδων γλυκόζης στο αίμα που μπορεί να φτάσει μέχρι και την εκδήλωση σακχαρώδους διαβήτη.(Πιο συχνά με τα άτυπα αντιψυχωτικά σχετικά με τα τυπικά. Από τα τυπικά πιο συχνά με χλωροπρομαζίνη. Από τα άτυπα πιο συχνά με ολανζαπίνη και κλοζαπίνη, ακολουθεί η κουετιαπίνη και λιγότερο συχνά κατά φθίνουσα σειρά συχνότητας με ρισπεριδόνη, παλιπεριδόνη, ζιπρασιδόνη και αριπιπραζόλη).
Αύξηση βάρους. Πολύ συχνή παρενέργεια των αντιψυχωτικών, ως και το 50% των ασθενών που τα λαμβάνουν, αναφέρουν αύξηση του σωματικού τους βάρους κατά 20% κατά μέσο όρο. (Από τα τυπικά αντιψυχωτικά πιο συχνά με χλωροπρομαζίνη. Από τα άτυπα πιο συχνά με ολανζαπίνη και κλοζαπίνη, ακολουθεί η κουετιαπίνη και λιγότερο συχνά κατά φθίνουσα σειρά συχνότητας με ρισπεριδόνη, παλιπεριδόνη, ζιπρασιδόνη και αριπιπραζόλη).
Αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης στο αίμα, της ορμόνης που έχει ως φυσιολογικό ρόλο να διεγείρει την έκκριση γάλακτος από τους μαζικούς αδένες (αδένες των μαστών) στις γυναίκες που έχουν γεννήσει. Η υπερπρολακτιναιμία μπορεί να διαταράξει επίσης την έκκριση τεστοστερόνης (αύξηση) και των οιστρογόνων (ελάττωση). Αυτές οι ορμονικές μεταβολές εκδηλώνονται πιο συχνά στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άντρες και μπορεί να τους προκαλέσει διόγκωση των μαστών, γαλακτόρροια, διαταραχές στην έμμηνο ρύση (κυρίως διακοπή της περιόδου), υπερτρίχωση, αλλαγές στη λίμπιντο και μακροπρόθεσμα οστεοπόρωση. Στους άντρες η υπερπρολακτιναιμία εκδηλώνεται ως γυναικομαστία, ελαττωμένη λίμπιντο και δυσλειτουργία στη στύση ή στην εκσπερμάτωση.
(Από τα τυπικά αντιψυχωτικά πιο συχνά με χλωροπρομαζίνη, πιμοζίδη, τριφθοριοπεραζίνη. Από τα άτυπα αντιψυχωτικά πιο συχνά με ρισπεριδόνη, σουλπιρίδη, αμισουλπιρίδη, λιγότερο συχνά με παλιπεριδόνη, αριπιπραζόλη).
– Σεξουαλικές παρενέργειες όπως ανοργασμία, καθυστέρηση ή αδυναμία εκσπερμάτισης, ατελής στύση ή ανικανότητα, ελάττωση όρεξης για σεξ. (Από τα τυπικά αντιψυχωτικά πιο συχνά με χλωροπρομαζίνη, ζουκλοπενθιξόλη, τριφθοριοπεραζίνη, αλοπεριδόλη, πιμοζίδη. Από τα άτυπα αντιψυχωτικά πιο συχνά με ρισπεριδόνη, ολανζαπίνη, κουετιαπίνη, λιγότερο συχνά με ζιπρασιδόνη, αριπιπραζόλη).
– Δυσλειτουργία στους μηχανισμούς ρύθμισης της θερμοκρασίας του σώματος, ιδίως όταν αυτό εκτίθεται σε ακραίες χαμηλές ή υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αντίστοιχα υποθερμίας ή υπερθερμίας.