Ένα πολύ συχνό παράπονό μας είναι ότι οι άλλοι δεν μας ακούνε σ’ αυτά που ζητάμε από κείνους. Όσο κι αν επιμένουμε, όσο κι αν θυμώνουμε, όσο κι αν βάζουμε τις φωνές, βρίζουμε, απειλούμε, όσο κι αν κρατάμε μούτρα, μουρμουράμε ή γκρινιάζουμε, εκείνοι δεν αλλάζουν. Πολλές φορές μάλιστα, δεν αλλάζουν ακόμα και μετά από χρόνια ολόκληρα επανειλημμένων προσπαθειών μας. Είτε με ήπιο τρόπο, είτε με επιθετικό, εκείνοι επαναλαμβάνουν τα ίδια. Εξακολουθούν να κάνουν αυτά που μας ενοχλούν ή που τουλάχιστον κατά την άποψή μας είναι βλαβερά για τους εαυτούς τους.
Τις περισσότερες φορές βέβαια και οι άλλοι αντίστοιχα προσπαθούν να αλλάξουν εμάς με βάση τις δικές τους απόψεις, αλλά εμείς πιστεύουμε ότι έχουμε δίκιο και ξέρουμε το σωστό ενώ εκείνοι έχουν άδικο και κάνουν λάθος. Αξίζει να ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα, διότι σε τελευταία ανάλυση είναι βασική πηγή δυσλειτουργίας στις σχέσεις, ιδιαίτερα τις οικείες όπως μεταξύ ζευγαριών ή γονέων – παιδιών.
Παρ’ όλο που εμείς μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας κι ότι ξέρουμε το σωστό, υπάρχει ασφαλώς και η πιθανότητα αυτό να μην είναι αλήθεια, τουλάχιστον όχι απόλυτα. Στον βαθμό που συμβαίνει αυτό, εννοείται ότι οι άλλοι καλά κάνουν και δεν αλλάζουν, παρ’ όλη μας την επιμονή και παρ’ όλες μας τις προσπάθειες.
Ας υποθέσουμε όμως ότι το αίτημά μας είναι 100% δίκαιο αν αφορά στο πώς ζητάμε να μας φέρονται και απόλυτα σωστό αν αφορά στο τι θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουν για τους εαυτούς τους πρόσωπα για των οποίων το καλό ενδιαφερόμαστε (αναφορικά με τις διαιτητικές τους συνήθειες, την υγιεινή τους, τις σπουδές τους κ.λπ.).
Η βασική αιτία λοιπόν που οι άλλοι δεν αλλάζουν μία συμπεριφορά τους παρ’ όλο που τους το ζητάμε επίμονα και παρ’ όλο που το αίτημά μας είναι δίκαιο ή σωστό, βρίσκεται στο τι πιστεύουμε για κείνους και πώς νοιώθουμε απέναντί τους όταν τους υποδεικνύουμε κάτι.
Όταν νοιώθουμε απέναντί τους αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, απογοήτευση, πικρία, στενοχώρια, φόβο, ενοχή και διατηρούμε αρνητικές πεποιθήσεις για κείνους όπως π.χ. «είσαι δειλός», «είσαι αδύναμος», «είσαι μαλθακός», «είσαι αγενής», «είσαι εγωιστής», «είσαι ανέντιμος», «είσαι αναίσθητος», «είσαι τεμπέλης», «είσαι χαζός», «είσαι επιπόλαιος», «είσαι ανώριμος», «δεν έχεις δύναμη θέλησης» κ.λπ., τότε μειώνουμε έως και μηδενίζουμε τις πιθανότητες να αλλάξουν προς το καλύτερο. Θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω πώς συνδέονται μεταξύ τους τα συναισθήματα και η άποψή μας για τους άλλους με την ανταπόκρισή τους σ’ αυτά που τους ζητάμε.
Κατ’ αρχήν χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι όταν συντηρούμε αρνητικά συναισθήματα και πεποιθήσεις για τους άλλους, τότε ακόμα και αν εμείς οι ίδιοι δεν τα συνειδητοποιούμε καλά-καλά και ακόμα και αν τα κρύβουμε με τη συμπεριφορά μας από κείνους (π.χ. μιλάμε ήρεμα, επιλέγουμε ήπιες εκφράσεις και χαμογελάμε), οι άλλοι καταλαβαίνουν τι έχουμε μέσα μας. Μπορεί να μην συνειδητοποιούν καν ότι το καταλαβαίνουν, αλλά το υποσυνείδητό τους επικοινωνεί με το δικό μας υποσυνείδητο και γνωρίζουν συνήθως υποσυνείδητα πολύ καλά τα συναισθήματα και τις απόψεις που τρέφουμε για κείνους βαθιά μέσα στην ψυχή μας.
Το αν και πώς τα υποσυνείδητα των ανθρώπων επικοινωνούν μεταξύ τους είναι μεγάλο θέμα για ένα άρθρο περιορισμένης έκτασης όπως είναι αυτό εδώ. Ωστόσο μπορούμε να ανατρέξουμε στην προσωπική μας πείρα ο καθένας μας για να κατανοήσουμε πως όντως κάτι τέτοιο συμβαίνει. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε την έννοια της διαίσθησης ή της αντίληψης της γενικής «ατμόσφαιρας» που υπάρχει σε μία σχέση ή της «ενέργειας» που εκπέμπει ένα άτομο προς εμάς. Όλοι αυτοί οι ασαφείς όροι, επιχειρούν να καταδείξουν κάτι πολύ συγκεκριμένο:
Ότι οι άνθρωποι επικοινωνούμε μεταξύ μας όχι μόνο με λόγια ή με συνειδητές, σκόπιμες χειρονομίες. Επικοινωνούμε επίσης και με εκφράσεις του προσώπου, τόνο και χροιά της φωνής, στάσεις του σώματος, ανεπαίσθητες κινήσεις των άκρων κ.λπ. τα οποία δεν συνειδητοποιούμε και που κομίζουν από τον έναν στον άλλον τεράστιο όγκο πληροφοριών για συναισθήματα και πεποιθήσεις μας των οποίων μπορεί να μην έχουμε καν την επίγνωση.
Δεδομένου λοιπόν ότι συμβαίνει το παραπάνω, μπορούμε να φανταστούμε πόσο περισσότερο εκπέμπουμε αρνητικά συναισθήματα και πεποιθήσεις μας προς τους άλλους όταν τα εκδηλώνουμε και εμφανώς (με άσχημα ή σκληρά λόγια, φωνές θυμού, επιπλήξεις, μούτρα, ύβρεις, υποτιμητικά ή δηκτικά σχόλια, ειρωνείες, απότομες κουβέντες και άλλα πολλά.
Όταν συντηρούμε μέσα μας αρνητικές πεποιθήσεις και συναισθήματα για τους άλλους που παροτρύνουμε να αλλάξουν μία συμπεριφορά τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τους υποδαυλίζουμε την αρνητική τους αυτοεκτίμηση. Δηλαδή οι άλλοι έχουν ήδη αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους που τους προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα κι εμείς τους χειροτερεύουμε την αυτοεικόνα.
Αυτή η επιδείνωση της αυτοεικόνας τους όμως, τους απομακρύνει από το να κάνουν μία θετική αλλαγή στη ζωή τους, διότι εξ’ αρχής η όχι σωστή συμπεριφορά τους απέναντί μας ή τα λάθη τους εις βάρος των εαυτών τους, έχουν ως βασική αιτία τις αρνητικές πεποιθήσεις που έχουν για τον εαυτό τους. (Αν σας ενδιαφέρουν περισσότερα, μπορείτε μετά το τέλος αυτού του άρθρου να διαβάσετε το σχετικό άρθρο «Γιατί κάνουμε ξανά και ξανά τα ίδια λάθη;»).
Είναι ανάγκη λοιπόν να βρούμε μέσα μας την αποδοχή, δηλαδή την απουσία αρνητικών συναισθημάτων και πεποιθήσεων για τους άλλους προκειμένου να έχουμε σοβαρές πιθανότητες να τους βοηθήσουμε να αλλάξουν προς το καλύτερο. Ας σημειωθεί εδώ πως αποδοχή δεν σημαίνει μη-αντίδραση, δεν σημαίνει δηλαδή ότι δεν μιλάμε, δεν λέμε τίποτα, δεν κάνουμε τίποτα, σκύβουμε το κεφάλι κ.λπ. απέναντι στην συμπεριφορά των άλλων. Αποδοχή σημαίνει πως κάνουμε ό,τι κάνουμε για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας ή το καλό των άλλων μέσα από ψυχική γαλήνη και αγάπη. Δεν αρκεί να αγαπάμε τους άλλους με την έννοια ότι έχουμε αγάπη μέσα μας, χρειάζεται να νοιώθουμε κιόλας αυτήν την αγάπη στην καρδιά μας και να μην σκιάζεται από θυμό, απογοήτευση, στενοχώρια κ.λπ..
Η αποδοχή και η αγάπη με τη σειρά της κερδίζονται με την διάλυση των αρνητικών πεποιθήσεων που εμείς έχουμε για τους εαυτούς μας· αυτές οι πεποιθήσεις και τα αρνητικά συναισθήματα που γεννούν μας εμποδίζουν να νοιώθουμε για τους γύρω μας την αποδοχή και την αγάπη που χρειάζονται για ν’ αλλάξουν προς το καλύτερο.
Κι έτσι ερχόμαστε στο εξής συμπέρασμα:
Κάθε φορά που ζητάμε απ’ τους άλλους ν’ αλλάξουν συμπεριφορά, ας στρέφουμε αυτό το αίτημα προς τους εαυτούς μας: Εμείς να αλλάξουμε συμπεριφορά προς εκείνους, δεν εννοώ μόνο εξωτερικά, αλλά κυρίως εσωτερικά, δηλαδή να αντιστρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματα και πεποιθήσεις που τρέφουμε για εκείνους μέσα από την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησής μας.
Κι αν μας φαίνεται πολύ δύσκολο κάτι τέτοιο, τότε τουλάχιστον να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι εξ’ ίσου δύσκολο και για τους άλλους να επιφέρουν στους εαυτούς τους τις αλλαγές που τους ζητάμε. Διότι και οι άλλοι για ν’ αλλάξουν ουσιαστικά, πρέπει να καλλιεργήσουν την αυτοεκτίμησή τους, πρέπει δηλαδή να ξεπεράσουν αρνητικές πεποιθήσεις για τους εαυτούς τους και αρνητικά συναισθήματα που προκαλούνται απ’ αυτές τις πεποιθήσεις που είναι και η βαθύτερη αιτία των λαθών τους.